διφυής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | διφυής | η | διφυής | το | διφυές |
γενική | του | διφυούς* | της | διφυούς | του | διφυούς |
αιτιατική | τον | διφυή | τη | διφυή | το | διφυές |
κλητική | διφυή(ς) | διφυής | διφυές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | διφυείς | οι | διφυείς | τα | διφυή |
γενική | των | διφυών | των | διφυών | των | διφυών |
αιτιατική | τους | διφυείς | τις | διφυείς | τα | διφυή |
κλητική | διφυείς | διφυείς | διφυή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- διφυής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διφυής < (δίς) δι- + φύ(ω) + -ής
Επίθετο
[επεξεργασία]διφυής, -ής, -ές
- (λόγιο) που έχει δύο υποστάσεις, δύο φύσεις ή αποτελείται από δύο ίδια μέρη
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] διφυής
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | διφυής | τὸ | διφυές | ||
γενική | τοῦ/τῆς | διφυοῦς | τοῦ | διφυοῦς | ||
δοτική | τῷ/τῇ | διφυεῖ | τῷ | διφυεῖ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | διφυῆ | τὸ | διφυές | ||
κλητική ὦ! | διφυές | διφυές | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | διφυεῖς | τὰ | διφυῆ | ||
γενική | τῶν | διφυῶν | τῶν | διφυῶν | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | διφυέσῐ(ν) | τοῖς | διφυέσῐ(ν) | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | διφυεῖς | τὰ | διφυῆ | ||
κλητική ὦ! | διφυεῖς | διφυῆ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | διφυεῖ | τὼ | διφυεῖ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | διφυοῖν | τοῖν | διφυοῖν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]Επίθετο
[επεξεργασία]διφυής, -ής, -ές
Άλλες μορφές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- διφυής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- διφυής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φυής (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα δι- από το δισ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)