κρόκη
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | κρόκη | οι | κρόκες |
γενική | της | κρόκης | των | κροκών |
αιτιατική | την | κρόκη | τις | κρόκες |
κλητική | κρόκη | κρόκες | ||
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- κρόκη < αρχαία ελληνική κρόκη < κρέκω
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρόκη θηλυκό
- το υφάδι, το νήμα που περνάει από το στημόνι ενός αργαλειού μαζί με τη σαΐτα
- κλωστή ή ύφασμα σε κόκκινο ή λευκό χρώμα που έδεναν στο χέρι ή το πόδι οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια
Συγγενικά
[επεξεργασία]- κροκίδα, κροκύδα
- κροκιδισμός, κροκυδισμός (ιατρική)
- κροκίδωση, κροκύδωση (χημεία)
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] κρόκη
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | κρόκη | αἱ | κρόκαι |
γενική | τῆς | κρόκης | τῶν | κροκῶν |
δοτική | τῇ | κρόκῃ | ταῖς | κρόκαις |
αιτιατική | τὴν | κρόκην | τὰς | κρόκᾱς |
κλητική ὦ! | κρόκη | κρόκαι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κρόκᾱ | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κρόκαιν | ||
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία 1
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρόκη θηλυκό
- το υφάδι, το νήμα που περνάει από το στημόνι ενός αργαλειού μαζί με τη σαΐτα
- (κατ’ επέκταση) νήμα, κλωστή
- κομμάτι από μάλλινο ύφασμα
Παράγωγα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη κρέκω
Ετυμολογία 2
[επεξεργασία]- κρόκη: άγνωστης ετυμολογίας Αβέβαιη η σχέση με τον πληθυντικό κροκάλαι (κροκάλη) που είναι παλαιότερος[1]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]κρόκη θηλυκό
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.
Πηγές
[επεξεργασία]- κρόκη - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κρόκη - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'νίκη' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως η ομάδα 'γνώμη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βελόνη' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 1ης κλίσης θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά θηλυκά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με άγνωστη ετυμολογία (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)