κρόκη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρόκη οι κρόκες
      γενική της κρόκης των κροκών
    αιτιατική την κρόκη τις κρόκες
     κλητική κρόκη κρόκες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
κρόκη < αρχαία ελληνική κρόκη < κρέκω

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρόκη θηλυκό

  1. το υφάδι, το νήμα που περνάει από το στημόνι ενός αργαλειού μαζί με τη σαΐτα
  2. κλωστή ή ύφασμα σε κόκκινο ή λευκό χρώμα που έδεναν στο χέρι ή το πόδι οι συμμετέχοντες στα Ελευσίνια Μυστήρια

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική κρόκη αἱ κρόκαι
      γενική τῆς κρόκης τῶν κροκῶν
      δοτική τῇ κρόκ ταῖς κρόκαις
    αιτιατική τὴν κρόκην τὰς κρόκᾱς
     κλητική ! κρόκη κρόκαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  κρόκ
γεν-δοτ τοῖν  κρόκαιν
1η κλίση, ομάδα 'γνώμη', Κατηγορία 'βελόνη' όπως «βελόνη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

[επεξεργασία]
κρόκη < κρέκω, θέμα κροκ- +

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρόκη θηλυκό

  1. το υφάδι, το νήμα που περνάει από το στημόνι ενός αργαλειού μαζί με τη σαΐτα
  2. (κατ’ επέκταση) νήμα, κλωστή
  3. κομμάτι από μάλλινο ύφασμα
     συνώνυμα: κροκύς

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2

[επεξεργασία]
κρόκη: άγνωστης ετυμολογίας Αβέβαιη η σχέση με τον πληθυντικό κροκάλαι (κροκάλη) που είναι παλαιότερος[1]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

κρόκη θηλυκό

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. Beekes, Robert S. P. (2010) Etymological Dictionary of Greek. [Ετυμολογικό λεξικό της ελληνικής γλώσσας] (στα αγγλικά) με την αρωγή του Lucien van Beek. Leiden: Brill. Τόμοι 1‑2.