όπιο
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | όπιο | τα | όπια |
γενική | του | όπιου & οπίου |
των | όπιων & οπίων |
αιτιατική | το | όπιο | τα | όπια |
κλητική | όπιο | όπια | ||
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- όπιο < ελληνιστική κοινή ὄπιον < αρχαία ελληνική ὀπός
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
όπιο ουδέτερο
- είδος ναρκωτικού που παράγεται από κάποιο είδος παπαρούνας με κατάλληλη επεξεργασία
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σε αποκοιμίζει και σε εφησυχάζει, στρέφοντας την προσοχή και το ενδιαφέρον σου από τα σημαντικά σε ασήμαντα και δευτερεύοντα
Συνώνυμα[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- οπιομανής
- οπιομανία
- οπιούχο
- οπιούχος
- οπιοποτείο
- οπιοπότης
- οπιοπότισσα
- οπιοφάγος
- → δείτε τη λέξη αφιόνι
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
-
όπιο στη Βικιπαίδεια
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
όπιο
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βούτυρο' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)