ἀπήμων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ἀπημον-
ονομαστική / ἀπήμων τὸ ἀπῆμον
      γενική τοῦ/τῆς ἀπήμονος τοῦ ἀπήμονος
      δοτική τῷ/τῇ ἀπήμον τῷ ἀπήμον
    αιτιατική τὸν/τὴν ἀπήμον τὸ ἀπῆμον
     κλητική ! ἀπῆμον ἀπῆμον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἀπήμονες τὰ ἀπήμον
      γενική τῶν ἀπημόνων τῶν ἀπημόνων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἀπήμοσῐ(ν) τοῖς ἀπήμοσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἀπήμονᾰς τὰ ἀπήμον
     κλητική ! ἀπήμονες ἀπήμον
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἀπήμονε τὼ ἀπήμονε
      γεν-δοτ τοῖν ἀπημόνοιν τοῖν ἀπημόνοιν
3η κλίση, ομάδα 'σώφρων', Κατηγορία 'σώφρων' όπως «σώφρων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἀπήμων < ἀ- + -πήμων < (πῆμα)

Επίθετο[επεξεργασία]

ἀπήμων, -ων, -ον

  1. που δεν έχει πάθει βλάβη ή κακό
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 10 (κ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Αἴολον, Λαιστρυγόνας καὶ Κίρκην.), στίχ. 551
    οὐδὲ μὲν οὐδ᾽ ἔνθεν περ ἀπήμονας ἦγον ἑταίρους.
    Όμως δεν ήταν το γραφτό μου ούτε από κει να πάρω τους συντρόφους άβλαβους.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
    5ος αιώνας   Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 4 (Μελπομένη), 179.2
    καί οἱ ἀπορέοντι τὴν ἐξαγωγὴν λόγος ἐστὶ φανῆναι Τρίτωνα καὶ κελεύειν τὸν Ἰήσονα ἑωυτῷ δοῦναι τὸν τρίποδα, φάμενόν σφι καὶ τὸν πόρον δέξειν καὶ ἀπήμονας ἀποστελέειν.
    Καθώς λοιπόν δεν είχε τρόπο να βγει αποκεί μέσα, λένε πως εμφανίστηκε ο Τρίτων και πρόσταζε τον Ιάσονα να του δώσει τον τρίποδα, λέγοντας ότι και το πέρασμα θα του δείξει και θα τους στείλει πίσω σώους και αβλαβείς.
    Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
  2. που δεν προκαλεί καμία ζημιά, αβλαβής, ακίνδυνος
    ※  7ος↑ αιώνας Ἡσίοδος, Ἔργα καὶ Ἡμέραι, 670
    τῆμος δ᾽ εὐκρινέες τ᾽ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων·
    Τότε οι αύρες ευδιάκριτες φυσούν κι ο πόντος είναι άβλαβος.
    Μετάφραση (2001): Σταύρος Γκιργκένης, Θεσσαλονίκη: Ζήτρος @greek‑language.gr
  3. (συνεκδοχικά) γλυκύς, επιεικής
  4. (για τον άνεμο) ούριος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 12 (μ. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Σειρῆνας, Σκύλλαν, Χάρυβδιν, βόας Ἡλίου.), στίχ. 167 (165-167)
    Ἦ τοι ἐγὼ τὰ ἕκαστα λέγων ἑτάροισι πίφαυσκον· | τόφρα δὲ καρπαλίμως ἐξίκετο νηῦς εὐεργὴς | νῆσον Σειρήνοιϊν· ἔπειγε γὰρ οὖρος ἀπήμων.
    Κι ενώ μιλώντας εξηγούσα στους συντρόφους τα καθέκαστα, | πλησίαζε πια το καράβι, γερό σκαρί, στων δύο Σειρήνων | το νησί, γρήγορα όπως το έσπρωχνε πρίμο το αγέρι.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  5. που δεν έχει φροντίδες ή θλίψη, ξένοιαστος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Εὐμενίδες, στίχ. 893
    πάσης ἀπήμον᾽ οἰζύος· δέχου δὲ σύ.
    Απίκραντη από κάθε θλίψη, μόνον δέξου.
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]