φυτό
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | φυτό | τα | φυτά |
γενική | του | φυτού | των | φυτών |
αιτιατική | το | φυτό | τα | φυτά |
κλητική | φυτό | φυτά | ||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φυτό < κληρονομημένο από την αρχαία ελληνική φυτόν
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /fiˈto/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φυ‐τώ
- ομόηχο: φοιτώ
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φυτό ουδέτερο
- (βοτανική) ζωντανός οργανισμός ριζωμένος στο έδαφος από το οποίο απορροφά νερό ως πηγή θρεπτικών στοιχείων, και μετατρέπει την ηλιακή ενέργεια σε χημική μέσω της φωτοσύνθεσης
- (μεταφορικά) ασθενής που δεν έχει επικοινωνία με το περιβάλλον και συνείδηση
- (αργκό) μαθητής ή φοιτητής που δεν έχει άλλα ενδιαφέροντα πέρα από τις σπουδές του
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ζωντανός οργανισμός ριζωμένος στο έδαφος
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'βουνό' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά ουδέτερα (νέα ελληνικά)
- Κληρονομημένες λέξεις από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Ομόηχα (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Βοτανική (νέα ελληνικά)
- Αργκό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)