ελληνικά: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Ανάκληση της επεξεργασίας 3946479 του 2A02:587:E800:4D00:785A:413:9518:1534 (Συζήτηση) |
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
||
Γραμμή 4: | Γραμμή 4: | ||
==={{ετυμολογία}}=== |
==={{ετυμολογία}}=== |
||
: '''{{PAGENAME}}''' < |
: '''{{PAGENAME}}''' < η λέξη έχει καταργηθεί [[ελληνικός]] στον πληθυντικό |
||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
Αναθεώρηση της 22:11, 18 Σεπτεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ελληνικά < η λέξη έχει καταργηθεί ελληνικός στον πληθυντικό
Ουσιαστικό
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | τα | ελληνικά | ||
γενική | των | ελληνικών | ||
αιτιατική | τα | ελληνικά | ||
κλητική | ελληνικά | |||
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
ελληνικά ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό και ελληνική θηλυκό
(υφίσταται όμως και το λαϊκότροπο: το «ελληνικό»)
- η ελληνική γλώσσα
- μιλάει άπταιστα ελληνικά
Συγγενικά
Κλιτικός τύπος επιθέτου
τα ελληνικά (el) ουδέτερο, πληθυντικός
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική κλίση πληθυντικού ουδετέρου του επιθέτου ο ελληνικός
Επίρρημα
ελληνικά (el)
- με ελληνικό τρόπο, συμφωνα με τα ελληνικά έθιμα
- Συνώνυμα: ελληνικώς, ελληνότροπα, ελληνοτρόπως
Μεταφράσεις
η ελληνική γλώσσα
Επίρρημα
ελληνικά
- χρησιμοποιώντας την ελληνική γλώσσα
Μεταφράσεις
Κλιτικός τύπος επιθέτου
ελληνικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του ελληνικό