προσέχω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 18: Γραμμή 18:


==={{συγγενικά}}===
==={{συγγενικά}}===
*[[αξιοπρόσεκτα]] / [[αξιοπρόσεχτα]]
* [[προσοχή]]
*[[αξιοπρόσεκτος]] / [[αξιοπρόσεχτος]]
* [[προσεγμένος]]
*[[απρόσεκτα]] / [[απρόσεχτα]]
* [[προσεκτικός]]
*[[απρόσεκτος]] / [[απρόσεχτος]]
* [[προσεκτικά]]
*[[προσεγμένος]]
*[[προσεκτικός]] / [[προσεχτικός]]
*[[προσεκτικά]] / [[προσεχτικά]]
*[[προσοχή]]
*{{βλ|προς|έχω}}


===={{κλίση}}====
===={{κλίση}}====

Αναθεώρηση της 06:21, 28 Οκτωβρίου 2019

Δείτε επίσης: προέχω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

προσέχω < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική προσέχω

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ρήμα

προσέχω

  1. παρακολουθώ ή σκέπτομαι κάτι ή κάποιον δείχνοντας ενδιαφέρον
  2. παρατηρώ
  3. είμαι συγκεντρωμένος
  4. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι
  5. φροντίζω, περιποιούμαι
  6. συμπαθώ
  7. προφυλάσσω, προφυλάσσομαι

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις


Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

προσέχω < πρός + ἔχω

Ρήμα

προσέχω

  1. έχω παραπάνω
  2. φέρνω κάτι κάπου
  3. (μεταφορικά) μπλέκομαι σε κάτι

Κλίση