αβασίλευτος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αβασίλευτος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀβασίλευτος[1][2] < ἀ- + βασιλεύω
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.vaˈsi.le.ftos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐βα‐σί‐λευ‐τος
Επίθετο
[επεξεργασία]αβασίλευτος, -η, -ο
- (πολιτική) για πολίτευμα όπου ο αρχηγός του κράτους δεν είναι βασιλιάς
- ⮡ αβασίλευτη δημοκρατία
- για τον ήλιο και τα αστέρια που δεν έχουν βασιλέψει, δεν έχουν δύσει
- ⮡ όταν έφυγα, ο ήλιος ήταν ακόμα αβασίλευτος
- (μεταφορικά, σπάνιο) σταθερός, που δεν υφίσταται μεταβολή
- ⮡ αβασίλευτη δόξα
Πολυλεκτικοί όροι
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αβασίλευτος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ αβασίλευτος - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Σπάνιοι όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)