αγγειοπλάστης
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αγγειοπλάστης < αγγειο- + -πλάστης κατά την ελληνιστική χαλκοπλάστης [1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.oˈpla.stis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ο‐πλά‐στης
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]αγγειοπλάστης αρσενικό
- (επάγγελμα) τεχνίτης που κατασκευάζει αγγεία και κεραμικά
- ≈ συνώνυμα: τσουκαλάς
- ※ Από τις καινοτομίες του Λαογραφικού Μουσείου Σάμου τα επτά ανεξάρτητα εργαστήρια στον περιβάλλοντα χώρο, που αποδίδουν όσο γίνεται πιστότερα τον χώρο και τις συνθήκες εργασίας αντιπροσωπευτικών επαγγελμάτων του νησιού, όπως ο σιδεράς και ο αγγειοπλάστης, που τείνουν σήμερα προς εξαφάνιση.
- Κάτια Αρφάρα, Το «θεώρημα» του κρασιού και του πράσινου, Το Βήμα, 24 Νοεμβρίου 2008
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τις λέξεις αγγείο και πλάθω
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αγγειοπλάστης
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αγγειοπλάστης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Πηγές
[επεξεργασία]- αγγειοπλάστης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναύτης' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα αγγειο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -πλάστης (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επαγγέλματα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα τύπου (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)