αφανής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | αφανής | η | αφανής | το | αφανές |
γενική | του | αφανούς* | της | αφανούς | του | αφανούς |
αιτιατική | τον | αφανή | την | αφανή | το | αφανές |
κλητική | αφανή(ς) | αφανής | αφανές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | αφανείς | οι | αφανείς | τα | αφανή |
γενική | των | αφανών | των | αφανών | των | αφανών |
αιτιατική | τους | αφανείς | τις | αφανείς | τα | αφανή |
κλητική | αφανείς | αφανείς | αφανή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- αφανής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀφανής < στερητικό ἀ- (α-) + -φανής ( < φαίνομαι)[1]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /a.faˈnis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐φα‐νής
Επίθετο
[επεξεργασία]αφανής, ής, ές
- αυτός που δεν φαίνεται, που δεν είναι ορατός από μια συγκεκριμένη θέση ή υπό συγκεκριμένες συνθήκες
- (αστρονομία) αστέρας που παραμένει κάτω από τον ορίζοντα της θέσης του παρατηρητή όλο το εικοσιτετράωρο και δεν του είναι ορατός
- (ναυτικός όρος) αφανής ναύτης (γενική ονομασία μνημείου αγνοούμενου ναύτη ή ναυτών)
- εκείνος που δεν προβάλλεται, που δεν τον φέρνει κάποιος στο προσκήνιο ή που μένει στη σκιά από δική του διακριτικότητα ή και για άλλους σκοπούς
- δεν πρέπει να ξεχνάμε και τους μικρούς αφανείς ήρωες της καθημερινότητας.
- αφανείς εταίροι (σε επιχειρήσεις)
- Το φανερό και το αφανές στοιχείο της ταυτότητας (Καθημερινή, 7/11/2003)
Συγγενικά
[επεξεργασία]Συνώνυμα
[επεξεργασία]- μη ορατός
- αόρατος
- άφαντος
- ταπεινόφρων, διακριτικός
- άγνωστος (π.χ. το Μνημείο του άγνωστου στρατιώτη, του πεσόντα που το όνομά του δεν έγινε γνωστό)
- κρυμμένος
- χαμένος (που περιέπεσε στην αφάνεια, όπως π.χ. ο νεκρός ναύτης που η σωρός του δεν εμφανίστηκε πουθενά)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] αφανής
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ αφανής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα α- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -φανής (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αστρονομία (νέα ελληνικά)
- Ναυτικοί όροι (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)