βαρύτιμος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- βαρύτιμος < ελληνιστική κοινή βαρύτιμος (παρόμοια σημασία) < αρχαία ελληνική βαρύτιμος
Επίθετο[επεξεργασία]
βαρύτιμος
- που έχει υψηλή τιμή ή μεγάλη αξία (χρησιμοποιείται συνήθως για πολύτιμα αντικείμενα)
- βαρύτιμο έπαθλο
Συγγενικά[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
βαρύτιμος
|
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
βᾰρῠ́τῑμος
- που τιμωρεί βαριά
- (ελληνιστική κοινή) πολύτιμος, που έχει μεγάλη αξία
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ος (νέα ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)