δύστηνος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο δύστηνος η δύστηνη το δύστηνο
      γενική του δύστηνου της δύστηνης του δύστηνου
    αιτιατική τον δύστηνο τη δύστηνη το δύστηνο
     κλητική δύστηνε δύστηνη δύστηνο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι δύστηνοι οι δύστηνες τα δύστηνα
      γενική των δύστηνων των δύστηνων των δύστηνων
    αιτιατική τους δύστηνους τις δύστηνες τα δύστηνα
     κλητική δύστηνοι δύστηνες δύστηνα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύστηνος < αρχαία ελληνική δύστηνος

Επίθετο[επεξεργασία]

δύστηνος, -η / -ος, -ο

Μεταφράσεις[επεξεργασία]


Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / δύστηνος τὸ δύστηνον
      γενική τοῦ/τῆς δυστήνου τοῦ δυστήνου
      δοτική τῷ/τῇ δυστήν τῷ δυστήν
    αιτιατική τὸν/τὴν δύστηνον τὸ δύστηνον
     κλητική ! δύστηνε δύστηνον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ δύστηνοι τὰ δύστην
      γενική τῶν δυστήνων τῶν δυστήνων
      δοτική τοῖς/ταῖς δυστήνοις τοῖς δυστήνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς δυστήνους τὰ δύστην
     κλητική ! δύστηνοι δύστην
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ δυστήνω τὼ δυστήνω
      γεν-δοτ τοῖν δυστήνοιν τοῖν δυστήνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

δύστηνος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο[επεξεργασία]

δύστηνος, -ος, -ον

  1. (για πρόσωπα) άθλιος, ελεεινός, δύσμοιρος, κακόμοιρος, δυστυχισμένος, άτυχος, κακότυχος
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ἰλιάς, 6 (Ζ. Ἕκτορος καὶ Ἀνδρομάχης ὁμιλία.), στίχ. 127
    δυστήνων δέ τε παῖδες ἐμῷ μένει ἀντιόωσιν.
    τέκνα γονέων δυστυχών την ρώμην μου αντικρίζουν.
    Έμμετρη μετάφραση (1922): Ιάκωβος Πολυλάς, @greek‑language.gr
    ※  8ος αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 17 (ρ. Τηλεμάχου καὶ Ὀδυσσέως ἐπάνοδος εἰς Ἰθάκην.), στίχ. 501 (501-502)
    ξεῖνός τις δύστηνος ἀλητεύει κατὰ δῶμα | ἀνέρας αἰτίζων· ἀχρημοσύνη γὰρ ἀνώγει·
    Μέσα στο σπίτι κάποιος ξένος τριγυρίζει δύσμοιρος | ψωμοζητώντας — η φτώχεια τον στριμώχνει·
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
  2. (για πράγματα, πράξεις, καταστάσεις) ελεεινός, άθλιος
    ※  6ος/5ος↑ αιώνας Αἰσχύλος, Ἀγαμέμνων, στίχ. 1655 (1654-1655)
    μηδαμῶς, ὦ φίλτατ᾽ ἀνδρῶν, ἄλλα δράσωμεν κακά. | ἀλλὰ καὶ τάδ᾽ ἐξαμῆσαι πολλὰ δύστηνον θέρος·
    Όχι κι άλλ᾽ αγαπητέ μου, ας μη θελήσομε κακά· | αρκετός κι ο τόσος θέρος της πανάθλιας της σοδειάς·
    Μετάφραση (1911): Ιωάννης Ν. Γρυπάρης, Αθήνα:Φέξης @greek‑language.gr
  3. (μετά τον Όμηρο με ηθική σημασία) άθλιος, αξιοθρήνητος
    ※  5ος↑ αιώνας Εὐριπίδης, Ἡρακλὴς μαινόμενος, 1346
    ἀοιδῶν οἵδε δύστηνοι λόγοι.
    των αοιδών τα λόγια είν᾽ άθλια.
    Μετάφραση (1911): Κώστας Βάρναλης, Αθήνα: Φέξης @greek‑language.gr

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]