φορτηγός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο φορτηγός η φορτηγή το φορτηγό
      γενική του φορτηγού της φορτηγής του φορτηγού
    αιτιατική τον φορτηγό τη φορτηγή το φορτηγό
     κλητική φορτηγέ φορτηγή φορτηγό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι φορτηγοί οι φορτηγές τα φορτηγά
      γενική των φορτηγών των φορτηγών των φορτηγών
    αιτιατική τους φορτηγούς τις φορτηγές τα φορτηγά
     κλητική φορτηγοί φορτηγές φορτηγά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φορτηγός < φόρτος + -ηγός (ἄγω)

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /foɾ.tiˈɣos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: φορ‐τη‐γός

Επίθετο[επεξεργασία]

φορτηγός, -ή, -ό

Συγγενικά[επεξεργασία]

→ και δείτε τις λέξεις φόρτος και άγω

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.  (Αʹ έκδοση: 1998)



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ λείπει η κλίση

Ετυμολογία [επεξεργασία]

φορτηγός < φόρτ(ος) + -ηγός (< ἄγω)

Επίθετο[επεξεργασία]

φορτηγός, -ός, -όν

Πηγές[επεξεργασία]