τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ διαγραφή των interwikis
Jim Vallianos (συζήτηση | συνεισφορές)
→‎{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 7 γλωσσων
Γραμμή 31: Γραμμή 31:
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} -->
* {{bg}} : {{τ|bg|разрез}}
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} -->
{{μτφ-μέση}}
{{μτφ-μέση}}
Γραμμή 45: Γραμμή 45:
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{es}} : {{τ|es|ΧΧΧ}} -->
* {{es}} : {{τ|es|corte}}
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} -->
* {{it}} : {{τ|it|sezione}}
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} -->
Γραμμή 56: Γραμμή 56:
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} -->
* {{hu}} : {{τ|hu|metszet}}
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} -->
* {{pt}} : {{τ|pt|trevo}}
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} -->
* {{ro}} : {{τ|ro|incizie}}
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} -->
* {{ru}} : {{τ|ru|разраз}}
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 07:40, 14 Ιουλίου 2017

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τομή οι τομές
      γενική της τομής των τομών
    αιτιατική την τομή τις τομές
     κλητική τομή τομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)

Ουσιαστικό

τομή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
  2. (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
  3. Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
    η τομή των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }
  4. Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
    η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
  5. (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις