τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
→{{μεταφράσεις}}: προσθηκη 7 γλωσσων |
|||
Γραμμή 61: | Γραμμή 61: | ||
* {{pt}} : {{τ|pt|trevo}} |
* {{pt}} : {{τ|pt|trevo}} |
||
* {{ro}} : {{τ|ro|incizie}} |
* {{ro}} : {{τ|ro|incizie}} |
||
* {{ru}} : {{τ|ru| |
* {{ru}} : {{τ|ru|разрез}} |
||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 07:42, 14 Ιουλίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | τομή | οι | τομές |
γενική | της | τομής | των | τομών |
αιτιατική | την | τομή | τις | τομές |
κλητική | τομή | τομές | ||
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)
Ουσιαστικό
τομή θηλυκό
- η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
- (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
- η τομή των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }
- Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
- η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
- (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου
Συγγενικά
Πολυλεκτικοί όροι
- τομή στη Βικιπαίδεια