χρησιμοποιώ: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Γραμμή 43: | Γραμμή 43: | ||
===={{κλίση}}==== |
===={{κλίση}}==== |
||
{{el-κλίσ-'θεωρώ|παρακΒ=2}} |
{{el-κλίσ-'θεωρώ'|παρακΒ=2}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 18:46, 13 Νοεμβρίου 2017
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ρήμα
χρησιμοποιώ (παθητική φωνή: χρησιμοποιούμαι)
- μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση ενός αντικειμένου ως μέσο για να πετύχω κάτι
- χρησιμοποίησε το κατσαβίδι
- χρησιμοποίησε την φαντασία σου
- χρησιμοποιώ το ποδήλατο για να μετακινούμαι στην πόλη
- χρησιμοποιεί ωραίες λέξεις για να εκφραστεί
- (για πρόσωπα) απασχολώ, κάνω κάποιον να δουλέψει για λογαριασμό μου
- είναι επικίνδυνο να χρησιμοποιείς ανειδίκευτους εργάτες
- (κατ’ επέκταση) εκμεταλλεύομαι
- δεν βλέπεις ότι σε χρησιμοποιεί
Συγγενικά
Σύνθετα
- αχρησιμοποίητος
- αχρηστία
- άχρηστος
- δυσχρηστία
- δύσχρηστος
- ευχρηστία
- εύχρηστος
- κατάχρηση
- καταχρηστικός
- καταχρώμαι
- χρησιμοθηρικός
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | χρησιμοποιώ | χρησιμοποιούσα | θα χρησιμοποιώ | να χρησιμοποιώ | χρησιμοποιώντας | |
β' ενικ. | χρησιμοποιείς | χρησιμοποιούσες | θα χρησιμοποιείς | να χρησιμοποιείς | (χρησιμοποίει) | |
γ' ενικ. | χρησιμοποιεί | χρησιμοποιούσε | θα χρησιμοποιεί | να χρησιμοποιεί | ||
α' πληθ. | χρησιμοποιούμε | χρησιμοποιούσαμε | θα χρησιμοποιούμε | να χρησιμοποιούμε | ||
β' πληθ. | χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιούσατε | θα χρησιμοποιείτε | να χρησιμοποιείτε | χρησιμοποιείτε | |
γ' πληθ. | χρησιμοποιούν(ε) | χρησιμοποιούσαν(ε) | θα χρησιμοποιούν(ε) | να χρησιμοποιούν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | χρησιμοποίησα | θα χρησιμοποιήσω | να χρησιμοποιήσω | χρησιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | χρησιμοποίησες | θα χρησιμοποιήσεις | να χρησιμοποιήσεις | χρησιμοποίησε | ||
γ' ενικ. | χρησιμοποίησε | θα χρησιμοποιήσει | να χρησιμοποιήσει | |||
α' πληθ. | χρησιμοποιήσαμε | θα χρησιμοποιήσουμε | να χρησιμοποιήσουμε | |||
β' πληθ. | χρησιμοποιήσατε | θα χρησιμοποιήσετε | να χρησιμοποιήσετε | χρησιμοποιήστε | ||
γ' πληθ. | χρησιμοποίησαν χρησιμοποιήσαν(ε) |
θα χρησιμοποιήσουν(ε) | να χρησιμοποιήσουν(ε) | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω χρησιμοποιήσει | είχα χρησιμοποιήσει | θα έχω χρησιμοποιήσει | να έχω χρησιμοποιήσει | ||
β' ενικ. | έχεις χρησιμοποιήσει | είχες χρησιμοποιήσει | θα έχεις χρησιμοποιήσει | να έχεις χρησιμοποιήσει | έχε χρησιμοποιημένο | |
γ' ενικ. | έχει χρησιμοποιήσει | είχε χρησιμοποιήσει | θα έχει χρησιμοποιήσει | να έχει χρησιμοποιήσει | ||
α' πληθ. | έχουμε χρησιμοποιήσει | είχαμε χρησιμοποιήσει | θα έχουμε χρησιμοποιήσει | να έχουμε χρησιμοποιήσει | ||
β' πληθ. | έχετε χρησιμοποιήσει | είχατε χρησιμοποιήσει | θα έχετε χρησιμοποιήσει | να έχετε χρησιμοποιήσει | έχετε χρησιμοποιημένο | |
γ' πληθ. | έχουν χρησιμοποιήσει | είχαν χρησιμοποιήσει | θα έχουν χρησιμοποιήσει | να έχουν χρησιμοποιήσει | ||
Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) χρησιμοποιημένο | |||||
Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) χρησιμοποιημένο | |||||
Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) χρησιμοποιημένο | |||||
Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) χρησιμοποιημένο |
Μεταφράσεις
χρησιμοποιώ