ποντίκι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ →{{μεταφράσεις}}: Μετάφραση στα ιαπωνικά τροποποιήθηκε Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
μ →{{μεταφράσεις}}: «noentry=1» διαγράφηκε όπου υπάρχουν σελίδες σε ξένα Βικιλεξικά Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017 |
||
Γραμμή 67: | Γραμμή 67: | ||
* {{ang}} : {{τ|ang|mus|noentry=1}} |
* {{ang}} : {{τ|ang|mus|noentry=1}} |
||
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{az}} : {{τ|az|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{sq}} : {{τ|sq|mi |
* {{sq}} : {{τ|sq|mi}} |
||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hy}} : {{τ|hy|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ast}} : {{τ|ast|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{af}} : {{τ|af|muis |
* {{af}} : {{τ|af|muis}} |
||
<!-- * {{eu}} : {{τ|eu|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{eu}} : {{τ|eu|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
||
Γραμμή 100: | Γραμμή 100: | ||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
||
* {{la}} : {{τ|la|mus |
* {{la}} : {{τ|la|mus}} |
||
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lv}} : {{τ|lv|ΧΧΧ}} --> |
||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
Αναθεώρηση της 22:28, 6 Ιανουαρίου 2020
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
γενική | του | ποντικιού | των | ποντικιών |
αιτιατική | το | ποντίκι | τα | ποντίκια |
κλητική | ποντίκι | ποντίκια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- ποντίκι < μεσαιωνική ελληνική ποντίκιον < υποκοριστικό του ποντικός < ποντικός μῦς (ποντίκι από τον Πόντο, την Μαύρη Θάλασσα)
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
ποντίκι ουδέτερο
- Πρότυπο:ζωολ μικρό τρωκτικό ζώο που ζει στις πόλεις, στους αγρούς και στα σπίτια
- μυς του σώματος που μεταβάλλει αρκετά το σχήμα της εξωτερικής επιφάνειας όταν χρησιμοποιείται
- Συνεχώς φουσκώνει και επιδεικνύει τα γυμνασμένα του ποντίκια.
- Ταυτόσημο μυς
- (ειδικότερα) ο δικέφαλος βραχιόνιος μυς όταν σφίγγεται
- για κάνε να δω αν έχεις καθόλου ποντίκι
- Πρότυπο:πληροφ μικρή συσκευή που συνδέεται σε ηλεκτρονικό υπολογιστή και διευκολύνει την επιλογή και την πλοήγηση επί της οθόνης
- Μαζί με το πληκτρολόγιο, αγόρασε και ένα καινούριο εργονομικό ποντίκι.
- τμήμα από το κάτω μέρος του ποδιού μοσχαριού
- Είπε στο χασάπη να του κόψει κι ένα κιλό ποντίκι.
- (μεταφορικά) ο νέος στρατιώτης
Εκφράσεις
- τρώγονται σαν τη γάτα με το ποντίκι : τσακώνονται διαρκώς
Συνώνυμα
Συγγενικά
Σύνθετα
Δείτε επίσης
- το ζώο στη Βικιπαίδεια
- η συσκευή στη Βικιπαίδεια
- μυς
Μεταφράσεις
είδος τρωκτικού
|