ναύτης: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
+ ΑΡΧ
Γραμμή 78: Γραμμή 78:


[[Κατηγορία:Ελληνική στρατιωτική ιεραρχία]]
[[Κατηγορία:Ελληνική στρατιωτική ιεραρχία]]


----

=={{-grc-}}==
{{grc-κλίσ-'στρατιώτης'|ναύτ|ναῦτ|ναυτ}}
==={{ετυμολογία}}===
: '''{{PAGENAME}}''' < [[ναῦς|ναῦ(ς)]] + {{π|-της|grc}}

==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# o {{λ|ναύτης|el}}, o [[ναυτικός]]
# [[συνταξιδιώτης]] σε ναυτικό ταξίδι

==={{επίθετο|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
* {{γρ|ναυτικός|συνων|grc}}
*: '''''ναύτης''' ὅμιλος''

===={{συγγενικά}}====
θέμα '''ναυτ-''' ''και δείτε'' [[ναῦς]]
{{((|κολόνες=4}}
* {{λ|ἀειναῦται|grc}}
* {{λ|ἄναυτα|grc}}
* {{λ|Ἀργοναύτης|grc}}
* {{λ|ἀρωγοναύτης|grc}}
* {{λ|Δεσποσιοναῦται|grc}}
* {{λ|φιλοναύτης|grc}}
* {{λ|καρυοναύτης|grc}}
* {{λ|λιναυτιά|grc}}
* {{λ|λιποναύτης|grc}}
* {{λ|λιποναυτίου|grc}}
* {{λ|μονοναύτης|grc}}
* {{λ|ναύτας|grc}}
* {{λ|ναυτεία|grc}}
* {{λ|Ναυτεύς|grc}}
* {{λ|ναυτία|grc}}
* {{λ|ναυτιασμός|grc}}
* {{λ|ναυτιάω|grc}}
* {{λ|ναυτιεύς|grc}}
* {{λ|ναυτικός|grc}}
* {{λ|ναυτιλέῳ|grc}}
* {{λ|ναυτιλία|grc}}, {{λ|ναυτιλίη|grc}}
* {{λ|ναυτίλλομαι|grc}}
* {{λ|ναυτιλοφθόρος|grc}}
* {{λ|ναυτίλος|grc}}
* {{λ|ναυτίς|grc}}
* {{λ|ναυτιώδης|grc}}
* {{λ|ναυτοδίκαι|grc}}
* {{λ|ναυτοκράτωρ|grc}}
* {{λ|ναυτολογέω|grc}}
* {{λ|ναυτολόγος|grc}}
* {{λ|ναυτοπαίδιον|grc}}
* {{λ|ναύτρια|grc}}
* {{λ|παλιναυτόμολος|grc}}
* {{λ|περιναύτιος|grc}}
* {{λ|πολυναύτης|grc}}
* {{λ|ποντοναύτης|grc}}
* {{λ|σοωναύτης|grc}}
* {{λ|στρογγυλοναύτης|grc}}
* {{λ|συνναύτης|grc}}
* {{λ|ταχυναυτέω|grc}}
* {{λ|χιλιοναύτης|grc}}
{{))}}

===={{βλέπε}}====
''με στερητικό'' {{λ|ἀν-|grc}}, ''διαφορετικού ετύμου''
* {{λ|ἀναϋτέω|grc}}
* {{λ|ἀναυτούργητος|grc}}

==={{πηγές}}===
* {{Π:Λίντελ}}
* {{Π:ΛΟΓΕΙΟΝ}}


{{κλείδα-ελλ}}
{{κλείδα-ελλ}}

Αναθεώρηση της 13:08, 7 Αυγούστου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύτης οι ναύτες
      γενική του ναύτη
ναύτου
των ναυτών
    αιτιατική τον ναύτη τους ναύτες
     κλητική ναύτη ναύτες
Ο δεύτερος τύπος γενικής ενικού, λόγιος.
Σε όρους όπως Οίκος Ναύτου.
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ναύτης < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ναύτης

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐της

Ουσιαστικό

ναύτης αρσενικό

  1. Πρότυπο:ναυτ μέλος του κατώτερου πληρώματος ενός πλοίου
  2. οπλίτης του πολεμικού ναυτικού με τον κατώτατο βαθμό

Πολυλεκτικοί όροι

Σύνθετα

και

Συγγενικά

→ και δείτε τη λέξη ναυς

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'στρατιώτης'

Ετυμολογία

ναύτης < ναῦ(ς) + -της

Ουσιαστικό

ναύτης αρσενικό

  1. o ναύτης, o ναυτικός
  2. συνταξιδιώτης σε ναυτικό ταξίδι

Επίθετο

ναύτης

Συγγενικά

θέμα ναυτ- και δείτε ναῦς

Δείτε επίσης

με στερητικό ἀν-, διαφορετικού ετύμου

Πηγές