έφορος
Πήδηση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
![]() |
Πίνακας περιεχομένων
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | έφορος | έφοροι |
γενική | εφόρου | εφόρων |
αιτιατική | έφορο | εφόρους |
κλητική | έφορε | έφοροι |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- έφορος < αρχαία ελληνική ἔφορος (1. (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική percepteur)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
έφορος αρσενικό ή θηλυκό
- (οικονομία) που δουλεύει σε μια εφορία ή (κυρίως) είναι προϊστάμενός της
- προϊστάμενος ή επόπτης μιας υπηρεσίας
- (ιστορία) καθένας από τους πέντε ενός σώματος αρχόντων στην αρχαία Σπάρτη, ιεραρχικά αμέσως μετά τους βασιλείς, με αρμοδιότητες εσωτερικής και εξωτερικής πολιτικής
- (θρησκεία) προστάτης (άγιος} μονής ή (σπάνιο) πολιούχος
[επεξεργασία]
Δείτε επίσης[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
έφορος
|