ναύκληρος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ναύκληρος οι ναύκληροι
      γενική του ναύκληρου
ναυκλήρου
των ναύκληρων
ναυκλήρων
    αιτιατική τον ναύκληρο τους ναύκληρους
ναυκλήρους
     κλητική ναύκληρε ναύκληροι
Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι.
Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναύκληρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ναύκληρος (καραβοκύρης) [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈnaf.kli.ɾos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ναύ‐κλη‐ρος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναύκληρος αρσενικό

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ναύκληρος οἱ ναύκληροι
      γενική τοῦ ναυκλήρου τῶν ναυκλήρων
      δοτική τῷ ναυκλήρ τοῖς ναυκλήροις
    αιτιατική τὸν ναύκληρον τοὺς ναυκλήρους
     κλητική ! ναύκληρε ναύκληροι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ναυκλήρω
γεν-δοτ τοῖν  ναυκλήροιν
2η κλίση, Κατηγορία 'θρίαμβος' όπως «θρίαμβος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ναύκληρος, ήδη τον 6ο/5ο αιώνα στον Αισχύλο < *ναύκρᾱρος < (ναῦς) ναυ- + *κρᾱρ‑ος / *κρᾱσ‑ρος < αναγωγή σε θέμα όπως στο κάρα. Κυριολεκτικά, «ο επικεφαλής του πλοίου». Με ανομοίωση, έγινε παρασύνδεση με τη λέξη κλῆρος.[2]

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ναύκληρος αρσενικό

Παράγωγα

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]
  1. ναύκληρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.