ἐπιβατήριος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπιβατήριος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐπιβατήριος
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐπιβατήριος
- (λόγιο, για λόγο, δώρο ή έπαινο) που συνδυάζεται με την ανάληψη επίσημων καθηκόντων
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, [Mich1.3], (γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή, λόγια μεσαιωνική)
- μέλλων δὲ ἐπιβατήριον εὐχὴν ἐν τῷ χρυσοτρικλίνῳ ἀποδοῦναι τῷ θεῷ, ἐκδυσάμενος ἣν ἔτυχε φορῶν ἐσθῆτα, παρέσχετο τῷ τῶν ἱπποκόμων πρωτεύοντι Μιχαήλ. τούτου δὲ αὐτὴν ἐξ αὐτῆς ἀμφιασαμένου οἰωνὸς ἔδοξε τὸ γεγονὸς τοῖς θεασαμένοις, ὡς μετὰ Λέοντα τῆς βασιλείας αὐτὸς ἐπιβήσεται. ἑτέραν δὲ μεταλαβόντος ἐσθῆτα τοῦ βασιλέως καὶ ἀπιόντος εἰς τὸν ἐν τοῖς παλατίοις νεὼν ὄπισθεν ὁ Μιχαὴλ ἑπόμενος καὶ ἀπροσέκτως βαίνων καὶ προπετῶς τὸ ἄκρον τῆς βασιλικῆς ἐσθῆτος ἐπάτησε.
- ※ 11ος αιώνας ⌘ Ιωάννης Σκυλίτζης, Σύνοψις Ιστοριών, [Mich1.3], (γλώσσα: όψιμη ελληνιστική κοινή, λόγια μεσαιωνική)
Πηγές[επεξεργασία]
- σελ.199, Τόμος ΣΤ΄ - Κριαράς, Εμμανουήλ. Λεξικό της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Τόμοι Α'-ΙΗ'. (Τόμοι ΙΕ'-ΙΗ' επιμ. Ιωάννης Ν. Καζάζης). Άπαντα Εμμανουήλ Κριαρά στην Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | ἐπιβατήριος | τὸ | ἐπιβατήριον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | ἐπιβατηρίου | τοῦ | ἐπιβατηρίου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | ἐπιβατηρίῳ | τῷ | ἐπιβατηρίῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | ἐπιβατήριον | τὸ | ἐπιβατήριον | ||
κλητική ὦ! | ἐπιβατήριε | ἐπιβατήριον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | ἐπιβατήριοι | τὰ | ἐπιβατήριᾰ | ||
γενική | τῶν | ἐπιβατηρίων | τῶν | ἐπιβατηρίων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | ἐπιβατηρίοις | τοῖς | ἐπιβατηρίοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | ἐπιβατηρίους | τὰ | ἐπιβατήριᾰ | ||
κλητική ὦ! | ἐπιβατήριοι | ἐπιβατήριᾰ | ||||
δυϊκός | ||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐπιβατηρίω | τὼ | ἐπιβατηρίω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | ἐπιβατηρίοιν | τοῖν | ἐπιβατηρίοιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- ἐπιβατήριος < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο[επεξεργασία]
ἐπιβατήριος, -ος, -ον
- (ελληνιστική κοινή) χρήσιμος για επιβίβαση, για ανάβαση
- ※ 1ος↓ αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Γ, 251-252
- πλεῖστοι μέν γε τῶν ἐπὶ τῆς Ἰωταπάτης ἀγωνιζόμενοι γενναίως ἔπεσον, πλεῖστοι δ' ἐγένοντο τραυματίαι, καὶ μόλις περὶ τὴν ἑωθινὴν φυλακὴν ἐνδίδωσι τοῖς μηχανήμασι τὸ τεῖχος ἀδιαλείπτως τυπτόμενον: οἱ δὲ φραξάμενοι τοῖς σώμασι καὶ τοῖς ὅπλοις τὸ καταῤῥιφθὲν ἀντωχύρωσαν πρὶν βληθῆναι τὰς ἐπιβατηρίους ὑπὸ τῶν Ῥωμαίων μηχανάς.
- ※ 1ος↓ αιώνας Ιώσηπος, Ιουδαϊκός Πόλεμος/Βιβλίο Γ, 251-252
- (ελληνιστική κοινή) θυσίες κατά την αποβίβαση από πλοίο
- (ελληνιστική κοινή) επωνυμία του Απόλλωνα στην Κόρινθο
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Κορινθιακά, 2.32.2 @scaife.perseus
- τούτου δὲ ἐντὸς τοῦ περιβόλου ναός ἐστιν Ἀπόλλωνος Ἐπιβατηρίου,
- ※ 2ος↓ αιώνας ⌘ Παυσανίας, Ἑλλάδος περιήγησις/Κορινθιακά, 2.32.2 @scaife.perseus
Εκφράσεις[επεξεργασία]
- τὰ ἐπιβατήρια: εγκαίνια ενός ναού, λόγοι και τελετές υποδοχής
- ※ 4ος/5ος↓ αιώνας Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1.28 @scaife.perseus
- ὅπως ἂν ἐκεῖ πρότερον ἐκποδὼν γενομένης τῆς ἐρεσχελίας, εἰρηνικώτερον τὰ ἐπιβατήρια τῆς ἐκκλησίας ἐπιτελέσωσι καθιεροῦντες αὐτὴν τῷ Θεῷ.
- ※ 4ος/5ος↓ αιώνας Σωκράτης ο Σχολαστικός, Εκκλησιαστική Ιστορία, 1.28 @scaife.perseus
- ἐπιβατήριος λόγος: λόγος, που εκφωνείται λόγω κατάληψης μιας επίσημης θέσης ή για τον εορτασμό της επιστροφής στην πατρίδα ή πριν από την αναχώρηση από τη γενέθλια πόλη
- ※ 4ος↓ αιώνας Μένανδρος ο Ρήτορας, Περὶ ἐπιδεικτικῶν, 3.3 @scaife.perseus
- Ἐὰν δὲ μὴ ἐπιβατήριος ὁ λόγος ᾖ, ἄλλως δὲ πάτριος, περὶ μὲν ἐρώτων καὶ περιχαρείας ἐρεῖς οὐδέν, [*] ἁπλῶς δὲ ἄνευ τῆς τοιαύτης προσθήκης ἐργάσῃ τὸ ἐγκώμιον πατρίοις χρώμενος τοῖς κεφαλαίοις ἐφεξῆς, ὡς προείρηται καὶ ῥηθήσεται.
- ※ 4ος↓ αιώνας Μένανδρος ο Ρήτορας, Περὶ ἐπιδεικτικῶν, 4.6 @scaife.perseus
- Ἔστι δὲ καὶ ἐπιβατήριον εἰπεῖν λαλιὰν εὐθύς ἐπιστάντα τῇ πατρίδι, ὡς μικρῷ πρόσθεν ἐμνημονεύσαμεν, ἐν οἷς περὶ τῶν ἐπιφωνήσεων τῶν Ὀμηρικῶν ἐλέγομεν, ἐν ᾧ πάντως τὸν ἔρωτα τὸν περὶ τὴν πόλιν ἐνδείξεται ὁ λέγων ἀπὸ τοῦ παρεστῶτος χρόνου λαβών τὴν ἀρχήν, ὡς γεγηθώς, ὡς ἂσμενος προσέπλευσεν τοῖς λιμέσιν,
- ※ 4ος↓ αιώνας Μένανδρος ο Ρήτορας, Περὶ ἐπιδεικτικῶν, 3.3 @scaife.perseus
- τὸ ἐπιβατήριον: γιορτή, που γινόταν σε ανάμνηση επιφανιών ενός θεού
Πηγές[επεξεργασία]
- ἐπιβατήριος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λόγιοι όροι (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'δύσκολος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'δύσκολος' (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις προπαροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Επίθετα προπαροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)