ἔκπλυτος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ἔκπλυτος τὸ ἔκπλυτον
      γενική τοῦ/τῆς ἐκπλύτου τοῦ ἐκπλύτου
      δοτική τῷ/τῇ ἐκπλύτ τῷ ἐκπλύτ
    αιτιατική τὸν/τὴν ἔκπλυτον τὸ ἔκπλυτον
     κλητική ! ἔκπλυτε ἔκπλυτον
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ἔκπλυτοι τὰ ἔκπλυτ
      γενική τῶν ἐκπλύτων τῶν ἐκπλύτων
      δοτική τοῖς/ταῖς ἐκπλύτοις τοῖς ἐκπλύτοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς ἐκπλύτους τὰ ἔκπλυτ
     κλητική ! ἔκπλυτοι ἔκπλυτ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ἐκπλύτω τὼ ἐκπλύτω
      γεν-δοτ τοῖν ἐκπλύτοιν τοῖν ἐκπλύτοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ἔκπλυτος < ἐκπλύ(νω) (ξεπλένω) + -τος. Μορφολογικά αναλύεται σε ἔκ- + -πλυτος.

Επίθετο[επεξεργασία]

ἔκπλυτος, -ος, -ον

  1. (για χρώματα) ξεπλυμένος, ξεθωριασμένος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Πολιτεία, 4, 429e
    Οἶδα, ἔφη, ὅτι καὶ ἔκπλυτα καὶ γελοῖα.
    Ναι, ξέρω· γίνονται σαν ξεπλυμένα και μια αηδία.
    Μετάφραση (στη δημοτική, χ.χ.): Ιωάννης Γρυπάρης. Θεσσαλονίκη: ΚΕΓ, 2015 (στην καθαρεύουσα, 1911, Εκδ.Φέξη) @greek‑language.gr
    ※  μέσα 4ου πκε αιώνα, Επιγραφή από την Αττική, IG II² 1514. στ. 20-22 @epigraphy.packhum.org
    Γλυκέρα Ξανθίππ-
    ου γυνὴ χιτωνίσκον περιήγητον ἐκπλύτωι ἁλουρ[γ]-
    εῖ καὶ [τ]ριβώνια δύο·
    [ἀνέθηκε] […] η Γλυκέρα, του Ξάνθιππου η γυναίκα, μικρό χιτώνα με μπορντούρα, σε χρώμα ξεθωριασμένο, γνήσιας πορφύρας και δύο τριβώνια
  2. (μεταφορικά) εξαγνισμένος
    ※  5ος/4ος↑ αιώνας Πλάτων, Νόμοι, 9, 872e (872e-873a) @scaife.perseus
    τοῦ γὰρ κοινοῦ μιανθέντος αἵματος οὐκ εἶναι κάθαρσιν ἄλλην, οὐδὲ ἔκπλυτον ἐθέλειν γίγνεσθαι τὸ μιανθὲν πρὶν φόνον φόνῳ ὁμοίῳ ὅμοιον ἡ δράσασα ψυχὴ τείσῃ καὶ πάσης τῆς συγγενείας τὸν θυμὸν ἀφιλασαμένη κοιμίσῃ.
    λείπει η μετάφραση
  3. (ελληνιστική σημασία , ουσιαστικοποιημένο) είδος του (φυτού) νάρδος
    ※  2ος↓ αιώνας Γαληνός, De antidotis, 1.14, p.74 @scaife.perseus
    ἐφεξῆς δὲ τῆς προγεγραμμένης ὁ Ἀνδρόμαχος Ἰνδικὴν νάρδον κελεύει βαλεῖν, ἥνπερ καὶ στάχυν ὀνομάζομεν νάρδου, καίτοι ῥίζαν οὖσαν, ἀπὸ τῆς πρὸς τοὺς ἀστάχυας ὁμοιότητος κατὰ τὴν μορφὴν, ἐφ' ἧς φυλάττεσθαι χρὴ, μή πως ἀποδῷ τις ἡμῖν τὴν ἔκπλυτον ὀνομαζομένην.

Παράγωγα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]