σελήνη

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Σελήνη

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η σελήνη
      γενική της σελήνης
    αιτιατική τη σελήνη
     κλητική σελήνη
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελήνη < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική σελήνη [1]
Όψη της Σελήνης πάνω από τη Μαύρη Θάλασσα.

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /seˈli.ni/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σε‐λή‐νη
ομόηχο: σελίνι

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σελήνη θηλυκό, μόνο στον ενικό

  • (αστρονομία) ουράνιο σώμα περιφερόμενο γύρω από έναν πλανήτη
    ※  Η αποστολή αυτή, εξόν από τη μελέτη της σεληνιακής επιφάνειας, θα βοηθήσει και στην κατανόηση πολλών άλλων φαινομένων του ηλιακού μας συστήματος, όπως τους μεγάλους αστεροειδείς, τον πλανήτη Ερμή, ή τις άλλες σελήνες που περιστρέφονται στην τροχιά άλλων πλανητών, εκτιμούν οι υπεύθυνοι του προγράμματος αυτού, που δρομολογήθηκε το 2008 και κόστισε 280 εκατ. δολάρια. (* enet.gr)

Εκφράσεις[επεξεργασία]

  • σελήνη του μέλιτος : η χρονική περίοδος συνήθως ενός μηνός μετά από γάμο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Σύνθετα[επεξεργασία]

και

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

σελήνη < *σελάσ-νᾱ < σέλας < *σFελ- [1]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

σελήνη θηλυκό

  1. (αστρονομία) η σελήνη, το φεγγάρι
    πλήθουσα σελήνη - η πανσέληνος
    πρὸς τὴν σελήνην - κάτω από το φεγγαρόφωτο
  2. ο μήνας

Συγγενικά[επεξεργασία]

Άλλες μορφές[επεξεργασία]

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. 

Πηγές[επεξεργασία]