πάγος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Anadelph2 (συζήτηση | συνεισφορές)
Ετικέτα: επεξεργασία κώδικα 2017
Γραμμή 123: Γραμμή 123:


==={{ουσιαστικό|grc}}===
==={{ουσιαστικό|grc}}===
'''{{PAGENAME}}'''
'''{{PAGENAME}}''' {{α}}
# [[βράχος]]
# [[βράχος]]
# [[παγετός]]
# [[παγετός]]

Αναθεώρηση της 05:31, 30 Απριλίου 2018

Δείτε επίσης: πᾶγος

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'δρόμος'

Ετυμολογία

πάγος < αρχαία ελληνική πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

Ουσιαστικό

Kομμάτι πάγου

πάγος αρσενικό

η κατάψυξη του ψυγείου έχει μαζέψει πολύ πάγο
καλλιτεχνικό πατινάζ πάνω στον πάγο
  • μια μικρή ή μεγάλη μάζα πάγου
πίνει το ποτό του με πάγο
  • οτιδήποτε γίνεται αισθητό ως πολύ παγωμένο
η θάλασσα είναι πάγος
οι οδηγοί να είναι προσεκτικοί, διότι το πρωί θα έχει πάγο στους δρόμους

Εκφράσεις

  • βάζω στον πάγο: αφήνω κάποιον σε αχρηστία, διακόπτω τη δραστηριότητα
  • σπάω τον πάγο: διαλύω την αρχική αμηχανία

Δείτε επίσης

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Πρότυπο:grc-κλίσ-'χρόνος'

Ετυμολογία

πάγος < θέμα πᾱγ- του ρήματος πήγνυμι

Ουσιαστικό

πάγος αρσενικό

  1. βράχος
  2. παγετός
  3. το αλάτι που βρίσκουμε στις αλυκές μετά την εξάτμιση του θαλασσινού νερού
  4. θρόμβος αίματος, το πηγμένο αίμα