ατμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ατμός | οι | ατμοί |
γενική | του | ατμού | των | ατμών |
αιτιατική | τον | ατμό | τους | ατμούς |
κλητική | ατμέ | ατμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ατμός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀτμός
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /aˈtmos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐τμός
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ατμός αρσενικό
- νερό ή άλλο υγρό σε αέρια μορφή, προϊόν εξάτμισης ή βρασμού, που για νερό γίνεται σε θερμοκρασίες πέρα από τους 100οC
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- γίνομαι /έγινε ατμός (για κάτι που χάθηκε, εξαφανίστηκε, ματαιώθηκε
- → δείτε και την έκφραση γίνομαι καπνός, έγινε καπνός
- υπ' ατμόν
Σύνθετα
[επεξεργασία]- ατμο-, ατμό- & πριν από φωνήεν ατμ-
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμο- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμό- στο Βικιλεξικό
- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα ατμ- στο Βικιλεξικό
όπως
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] ατμός
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)