βραχώδης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βραχώδης η βραχώδης το βραχώδες
      γενική του βραχώδους της βραχώδους του βραχώδους
    αιτιατική τον βραχώδη τη βραχώδη το βραχώδες
     κλητική βραχώδη(ς) βραχώδης βραχώδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βραχώδεις οι βραχώδεις τα βραχώδη
      γενική των βραχωδών των βραχωδών των βραχωδών
    αιτιατική τους βραχώδεις τις βραχώδεις τα βραχώδη
     κλητική βραχώδεις βραχώδεις βραχώδη
Κατηγορία όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

βραχώδης < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή βραχώδης < βράχος < αρχαία ελληνική βραχύς

Επίθετο[επεξεργασία]

βραχώδης, -ηςμ -ες

  • που έχει πολλούς βράχους
    βραχώδες τοπίο

Συγγενικά[επεξεργασία]

Δείτε επίσης[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / βραχώδης τὸ βραχῶδες
      γενική τοῦ/τῆς βραχώδους τοῦ βραχώδους
      δοτική τῷ/τῇ βραχώδει τῷ βραχώδει
    αιτιατική τὸν/τὴν βραχώδη τὸ βραχῶδες
     κλητική ! βραχῶδες βραχῶδες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ βραχώδεις τὰ βραχώδη
      γενική τῶν βραχώδων τῶν βραχώδων
      δοτική τοῖς/ταῖς βραχώδεσ(ν) τοῖς βραχώδεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς βραχώδεις τὰ βραχώδη
     κλητική ! βραχώδεις βραχώδη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ βραχώδει τὼ βραχώδει
      γεν-δοτ τοῖν βραχώδοιν τοῖν βραχώδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'μανιώδης' όπως «μανιώδης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Πηγές[επεξεργασία]