περιπέτεια

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η περιπέτεια οι περιπέτειες
      γενική της περιπέτειας των περιπετειών
    αιτιατική την περιπέτεια τις περιπέτειες
     κλητική περιπέτεια περιπέτειες
Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπέτεια < αρχαία ελληνική περιπέτεια

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pe.ɾiˈpe.ti.a/

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιπέτεια θηλυκό

  1. η τροπή των καταστάσεων που δεν αναμένεται και προκαλεί έντονα συναισθήματα
  2. (μεταφορικά) μια σειρά από γεγονότα με απρόοπτα που προκαλούν αγωνία
  3. (αρχαία τραγωδία) η αιφνίδια μεταβολή του ήρωα από την ευτυχία στη δυστυχία, από την ελπίδα στην απόγνωση κ.λπ. και το αντίστροφο
  4. (λογοτεχνία / κινηματογράφος) γεγονότα με δράση, αγωνία, ένταση κ.λπ.
  5. η σύντομη κι επιφανειακή ερωτική σχέση
     συνώνυμα: φλερτ

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

περιπέτεια < περιπετής

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

περιπέτεια θηλυκό

  1. ανατροπή μιας κατάστασης από την ομαλή ροή των γεγονότων