προμήκης

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο/η προμήκης το πρόμηκες
      γενική του/της προμήκους* του προμήκους
    αιτιατική τον/την προμήκη το πρόμηκες
     κλητική προμήκη πρόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι προμήκεις τα προμήκη
      γενική των προμήκων των προμήκων
    αιτιατική τους/τις προμήκεις τα προμήκη
     κλητική προμήκεις προμήκη
* Και προφορικός τύπος σε -η στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμήκης < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική προμήκης < προ- + -μήκης

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pɾoˈmi.cis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: προ‐μή‐κης
ομόηχο: προμήκεις

Επίθετο[επεξεργασία]

προμήκης, -ης, πρόμηκες

Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

→ γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
προμηκεσ-
ονομαστική / προμήκης τὸ πρόμηκες
      γενική τοῦ/τῆς προμήκους τοῦ προμήκους
      δοτική τῷ/τῇ προμήκει τῷ προμήκει
    αιτιατική τὸν/τὴν προμήκη τὸ πρόμηκες
     κλητική ! πρόμηκες πρόμηκες
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ προμήκεις τὰ προμήκη
      γενική τῶν προμήκων τῶν προμήκων
      δοτική τοῖς/ταῖς προμήκεσ(ν) τοῖς προμήκεσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς προμήκεις τὰ προμήκη
     κλητική ! προμήκεις προμήκη
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ προμήκει τὼ προμήκει
      γεν-δοτ τοῖν προμήκοιν τοῖν προμήκοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνήθης' όπως «συνήθης» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

προμήκης < προ- + -μήκης

Επίθετο[επεξεργασία]

προμήκης, -ης, πρόμηκες, συγκριτικός:προμηκέστερος

Συγγενικά[επεξεργασία]

Πηγές[επεξεργασία]