ρώγα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | ρώγα | οι | ρώγες |
γενική | της | ρώγας | των | ρωγών |
αιτιατική | τη | ρώγα | τις | ρώγες |
κλητική | ρώγα | ρώγες | ||
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ρώγα < αρχαία ελληνική ῥώξ, αιτιατική: ῥῶγα
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ρώγα θηλυκό
- ο μικρός σε μέγεθος σφαιρικός καρπός του τσαμπιού ενός σταφυλιού
- Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι / ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες / καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
τσίρι-τίρι, τσιριτρό, / τσιριτρί, / τσιριτρό (πρωτότυπο) - Σε μια ρώγα από σταφύλι / έπεσαν οχτὼ σπουργίτες / και τρωγόπιναν οι φίλοι...
τσίρι-τίρι, τσιριτρό, / τσιριτρί, / τσιριτρό (μεταγραφή σε μονοτονικό [1])- (Ζαχαρίας Παπαντωνίου. Τα ψηλά βουνά, 1918. κεφ.3)
- ≈ συνώνυμα: σταφυλόρωγα
- Σὲ μιὰ ρῶγα ἀπὸ σταφύλι / ἔπεσαν ὀχτὼ σπουργῖτες / καὶ τρωγόπιναν οἱ φίλοι...
- η θηλή του μαστού
- το ακροδάχτυλο από την εσωτερική του πλευρά
Παροιμίες
[επεξεργασία]- μάζευε, κι ας είν' και ρώγες:
Σημειώσεις
[επεξεργασία]- Συχνά συγχέεται με το ομόηχο ρόγα που σημαίνει: αμοιβή βοσκού.
- Πολυτονική γραφή: ρῶγα ή ῥῶγα.
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] θηλή μαστού
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ Το ποίημα είχε μελοποιηθεί από τον Γεώργιο Λαμπελέτ. Παρτιτούρα, ήχος στη Βικιθήκη. Ακουστικό αρχείο φιλοξενείται στην ιστοσελίδα αναθεωρημένης έκδοσης της Διεύθυνσης Πρωτοβάθμιας Εκπαίδευσης Ηρακλείου. (πρόσβαση:2018.09.29.)