συμμιγής
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | συμμιγής | η | συμμιγής | το | συμμιγές |
γενική | του | συμμιγούς* | της | συμμιγούς | του | συμμιγούς |
αιτιατική | τον | συμμιγή | τη | συμμιγή | το | συμμιγές |
κλητική | συμμιγή(ς) | συμμιγής | συμμιγές | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | συμμιγείς | οι | συμμιγείς | τα | συμμιγή |
γενική | των | συμμιγών | των | συμμιγών | των | συμμιγών |
αιτιατική | τους | συμμιγείς | τις | συμμιγείς | τα | συμμιγή |
κλητική | συμμιγείς | συμμιγείς | συμμιγή | |||
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- συμμιγής < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική συμμιγής < συμμ(ε)ίγνυμι < συμ- + μείγνυμι & σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική complexe [1]
- για τον συμμιγή αριθμό < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική nombre complexe [2]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /si.miˈʝis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : συμ‐μι‐γής
Επίθετο[επεξεργασία]
συμμιγής , -ής , -ές
- (για αριθμούς) που αποτελείται από δύο ή περισσότερα τμήματα σε διαφορετικές μονάδες μετρήσεως, οι οποίες αναφέρονται στο ίδιο φυσικό μέγεθος
- «3 χρόνια, 3 μήνες και 20 ημέρες» είναι συμμιγής αριθμός
- το 3΄ 20΄΄ (τρία λεπτά και είκοσι δευτερόλεπτα) είναι συμμιγής αριθμός
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
Αναφορές[επεξεργασία]
- ↑ συμμιγής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
συμμιγής < συμμ(ε)ίγνυμι < σύν (συμ-) + μείγνυμι, θέμα με γραφή μιγ- + -ής. Για τα θέματα, → δείτε τη λέξη μείγνυμι
Επίθετο[επεξεργασία]
συμμιγής, -ής, -ές
- ανάκατος με άλλους, ανάμεικτος
Πηγές[επεξεργασία]
- συμμιγής - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- συμμιγής - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (νέα ελληνικά)
- Σημασιολογικά δάνεια από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα γαλλικά (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Δισυπόστατοι δανεισμοί (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 3ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'συνεχής' (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις οξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα οξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα συμ- (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Επίθετα (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)