φρέσκος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | φρέσκος | η | φρέσκη & φρέσκια |
το | φρέσκο |
γενική | του | φρέσκου | της | φρέσκης & φρέσκιας |
του | φρέσκου |
αιτιατική | τον | φρέσκο | τη | φρέσκη & φρέσκια |
το | φρέσκο |
κλητική | φρέσκε | φρέσκη & φρέσκια |
φρέσκο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | φρέσκοι | οι | φρέσκες | τα | φρέσκα |
γενική | των | φρέσκων | των | φρέσκων | των | φρέσκων |
αιτιατική | τους | φρέσκους | τις | φρέσκες | τα | φρέσκα |
κλητική | φρέσκοι | φρέσκες | φρέσκα | |||
Θηλυκό, κυρίως ο τύπος φρέσκια. | ||||||
Κατηγορία όπως «ζόρικος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φρέσκος < (άμεσο δάνειο) ιταλική fresco
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /ˈfɾe.skos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : φρέ‐σκος
Επίθετο
[επεξεργασία]- (για τρόφιμα) που δεν έχει υποστεί έντονη επεξεργασία και δεν έχει διατηρηθεί για μεγάλο χρονικό διάστημα σε συνθήκες συντήρησης, εννοείται χωρίς να έχει αλλοιωθεί η σύστασή του ή η υγιεινή του κατάσταση
- (για τρόφιμα) σύμφωνα με διάφορες τροπολογίες ευνοϊκές για τη βιομηχανία τροφίμου φρέσκα χαρακτηρίζονται και προϊόντα που συντηρούνται με διάφορα μέσα χωρίς να είναι κυριολεκτικά φρέσκα
- καινούριος ή πρωτότυπος
- ⮡ Οι εκδότες θέλουν φρέσκιες ιδέες.
- αναζωογονητικός, καθαρός, δροσερός
- ⮡ Ήρθε για πρόσληψη μια συμπαθέστατη φρέσκια κοπελίτσα, όλο κέφι για δουλειά, αλλά είχαμε άλλες 50 υποψήφιες...
- αναζωογονημένος
- ⮡ Ήρθε φρέσκος φρέσκος και με ζάλισε με ιδέες και σχέδια.
Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- ολόφρεσκος
- φρεσκο- Νεοελληνικές λέξεις με πρόθημα φρεσκο- στο Βικιλεξικό
- Όροι με φρεσκο- — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φρέσκος
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ φρέσκος, -η/-ια, -ο - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ «φρέσκος, -ια, -ο» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)