Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αίσωπος

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Αἴσωπος
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Αίσωπος οι Αίσωποι
      γενική του Αισώπου
& Αίσωπου
των Αισώπων
    αιτιατική τον Αίσωπο τους Αισώπους
     κλητική Αίσωπε Αίσωποι
Κατηγορία όπως «όροφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
Αίσωπος < αρχαία ελληνική Αἴσωπος
Άγαλμα που παριστάνει τον Αίσωπο, ελληνιστικών χρόνων, σε ιταλική συλλογή (Villa Albani), στη Ρώμη.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈe.so.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Αίσωπος

Κύριο όνομα

[επεξεργασία]

Αίσωπος αρσενικό

  1. (7ος αι. π.Χ.) κορυφαίος αρχαίος έλληνας μυθοπλάστης, ο πατέρας της μυθογραφίας, που αρχικά ήταν δούλος και κατοπινά ελευθερώθηκε
  2.  δείτε Αἴσωπος
  3. ανδρικό όνομα

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]