αλεύρι: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Lou (συζήτηση | συνεισφορές) συγγ, συνθ |
μ Προσθ. ορισμ. |
||
Γραμμή 6: | Γραμμή 6: | ||
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
==={{ουσιαστικό|el}}=== |
||
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
'''{{PAGENAME}}''' {{ο}} |
||
* το προϊόν που λαμβάνεται από την [[άλεση]] των [[σπόρων]] - [[καρπών]] σχεδόν όλων των αγρωστωδών, ιδίως των [[δημητριακά|δημητριακών]] και κυρίως του σίτου, καθώς και από σπόρους άλλων φυτών π.χ. κάστανα, κουκιά, ρεβίθια, φασόλια κ.λπ., που χρησιμοποιείται στην [[αρτοποιία]], στην παρασκευή του [[ψωμί|ψωμιού]] όπως και στη [[μαγειρική]] και [[ζαχαροπλαστική]] |
|||
* [[σκόνη]] που παρασκευάζεται από τους [[σπόρος|σπόρους]] διάφορων [[δημητριακά|δημητριακών]] με [[άλεση]], και χρησιμοποιείται στη [[μαγειρική]], τη [[ζαχαροπλαστική]] και την παρασκευή του [[ψωμί|ψωμιού]] |
|||
===={{εκφράσεις}}==== |
===={{εκφράσεις}}==== |
||
* '''ακριβός στα [[πίτουρο|πίτουρα]] και φθηνός στο αλεύρι''' : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά |
* '''ακριβός στα [[πίτουρο|πίτουρα]] και φθηνός στο αλεύρι''' : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά |
||
===={{σημειώσεις}}==== |
|||
* το αλεύρι ως τυποποιημένο προϊόν σήμερα φέρεται υπό διάφορες ονομασίες - τύπους |
|||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
Αναθεώρηση της 21:30, 27 Δεκεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
γενική | του | αλευριού | των | αλευριών |
αιτιατική | το | αλεύρι | τα | αλεύρια |
κλητική | αλεύρι | αλεύρια | ||
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αλεύρι < μεσαιωνική ελληνική αλεύριν < αλεύριον υποκοριστικό του ἄλευρον (αρχαία ελληνική)
Ουσιαστικό
αλεύρι ουδέτερο
- το προϊόν που λαμβάνεται από την άλεση των σπόρων - καρπών σχεδόν όλων των αγρωστωδών, ιδίως των δημητριακών και κυρίως του σίτου, καθώς και από σπόρους άλλων φυτών π.χ. κάστανα, κουκιά, ρεβίθια, φασόλια κ.λπ., που χρησιμοποιείται στην αρτοποιία, στην παρασκευή του ψωμιού όπως και στη μαγειρική και ζαχαροπλαστική
Εκφράσεις
- ακριβός στα πίτουρα και φθηνός στο αλεύρι : για κάποιον που ξοδεύει πολλά σε μη σημαντικά πράγματα και λίγα στα πιο σημαντικά
Σημειώσεις
- το αλεύρι ως τυποποιημένο προϊόν σήμερα φέρεται υπό διάφορες ονομασίες - τύπους
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
αλεύρι
|