διαψευσθείς

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο διαψευσθείς
διαψευσθέντας
η διαψευσθείσα το διαψευσθέν
      γενική του διαψευσθέντος
διαψευσθέντα
της διαψευσθείσας
διαψευσθείσης*
του διαψευσθέντος
    αιτιατική τον διαψευσθέντα τη διαψευσθείσα το διαψευσθέν
     κλητική διαψευσθείς
διαψευσθέντα
διαψευσθείσα διαψευσθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι διαψευσθέντες οι διαψευσθείσες τα διαψευσθέντα
      γενική των διαψευσθέντων των διαψευσθεισών των διαψευσθέντων
    αιτιατική τους διαψευσθέντες τις διαψευσθείσες τα διαψευσθέντα
     κλητική διαψευσθέντες διαψευσθείσες διαψευσθέντα
Οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -είς -εῖσα, -έν
Οι δεύτεροι τύποι του αρσενικού, νεότερες μορφές.
* παλιότερος λόγιος τύπος
ομάδα 'πληγείς', Κατηγορία όπως «πληγείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία 1[επεξεργασία]

διαψευσθείς < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική διαψευσθείς μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διαψεύδω

Μετοχή[επεξεργασία]

διαψευσθείς, διεξαχθείσα, διεξαχθέν μετοχή παθητικού αορίστου του ρήματος διαψεύδω

  • που τον έχουν διαψεύσει
    οι διεψευσθείσες ελπίδες
    οι διαψευσθέντες στις προβλέψεις τους πολιτικοί
    Διαψευσθείς από τις εξελίξεις, συνθηκολόγησε με τη νέα πραγματικότητα

Συνώνυμα[επεξεργασία]

Συγγενικά[επεξεργασία]

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Ετυμολογία 2[επεξεργασία]

διαψευσθείς: ρηματικός τύπος

Ρηματικός τύπος[επεξεργασία]

διαψευσθείς



Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

Μετοχή[επεξεργασία]

διαψευσθείς, -εῖσα, -έν

Κλίση[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική διαψευσθείς διαψευσθεῖσ τὸ διαψευσθέν
      γενική τοῦ διαψευσθέντος τῆς διαψευσθείσης τοῦ διαψευσθέντος
      δοτική τῷ διαψευσθέντ τῇ διαψευσθείσ τῷ διαψευσθέντ
    αιτιατική τὸν διαψευσθέντ τὴν διαψευσθεῖσᾰν τὸ διαψευσθέν
     κλητική ! διαψευσθείς διαψευσθεῖσ διαψευσθέν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ διαψευσθέντες αἱ διαψευσθεῖσαι τὰ διαψευσθέντ
      γενική τῶν διαψευσθέντων τῶν διαψευσθεισῶν τῶν διαψευσθέντων
      δοτική τοῖς διαψευσθεῖσῐ(ν) ταῖς διαψευσθείσαις τοῖς διαψευσθεῖσῐ(ν)
    αιτιατική τοὺς διαψευσθέντᾰς τὰς διαψευσθείσᾱς τὰ διαψευσθέντ
     κλητική ! διαψευσθέντες διαψευσθεῖσαι διαψευσθέντ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ διαψευσθέντε τὼ διαψευσθείσ τὼ διαψευσθέντε
      γεν-δοτ τοῖν διαψευσθέντοιν τοῖν διαψευσθείσαιν τοῖν διαψευσθέντοιν
3η&1η κλίση, Κατηγορία 'λυθείς' όπως «λυθείς» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές