κέγχρος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | κέγχρος | οι | κέγχροι |
γενική | του | κέγχρου | των | κέγχρων |
αιτιατική | τον | κέγχρο | τους | κέγχρους |
κλητική | κέγχρε | κέγχροι | ||
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέγχρος < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική κέγχρος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέγχρος αρσενικό
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
κέγχρος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- κέγχρος - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | κέγχρος | οἱ | κέγχροι |
γενική | τοῦ | κέγχρου | τῶν | κέγχρων |
δοτική | τῷ | κέγχρῳ | τοῖς | κέγχροις |
αιτιατική | τὸν | κέγχρον | τοὺς | κέγχρους |
κλητική ὦ! | κέγχρε | κέγχροι | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | κέγχρω | ||
γεν-δοτ | τοῖν | κέγχροιν | ||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- κέγχρος < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
κέγχρος αρσενικό (σπάνια και θηλυκό)
- (φυτό) κεχρί
- άλλες μορφές: κέρχνος
- οτιδήποτε μοιάζει με κεχρί
- μικρός κόκκος
- αβγό ψαριού
- χάντρα
- «κριθαράκι» στο μάτι
- (φίδι) είδος φιδιού με μικρά εξογκώματα στο δέρμα του
- (ελληνιστική σημασία) είδος μικρού διαμαντιού
Πηγές[επεξεργασία]
- κέγχρος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- κέγχρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φυτά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις παροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Ελλείπουσες ετυμολογίες (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Φυτά (αρχαία ελληνικά)
- Φίδια (αρχαία ελληνικά)
- Ζώα (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική σημασία για αρχαίες λέξεις
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)