Μετάβαση στο περιεχόμενο

ξυλοστεγής

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ξυλοστεγής η ξυλοστεγής το ξυλοστεγές
      γενική του ξυλοστεγούς* της ξυλοστεγούς του ξυλοστεγούς
    αιτιατική τον ξυλοστεγή την ξυλοστεγή το ξυλοστεγές
     κλητική ξυλοστεγή(ς) ξυλοστεγής ξυλοστεγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ξυλοστεγείς οι ξυλοστεγείς τα ξυλοστεγή
      γενική των ξυλοστεγών των ξυλοστεγών των ξυλοστεγών
    αιτιατική τους ξυλοστεγείς τις ξυλοστεγείς τα ξυλοστεγή
     κλητική ξυλοστεγείς ξυλοστεγείς ξυλοστεγή
* Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού
Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλοστεγής < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ξυλοστεγής. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλο- + -στεγής.

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ksi.lo.steˈʝis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ξυλοστεγής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ξυλοστεγής, -ής, -ές

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συνώνυμα

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]



Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλοστεγής < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή ξυλοστεγής. Μορφολογικά αναλύεται σε ξυλο- + -στεγής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ξυλοστεγής

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Δείτε επίσης

[επεξεργασία]




 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / ξυλοστεγής τὸ ξυλοστεγές
      γενική τοῦ/τῆς ξυλοστεγοῦς τοῦ ξυλοστεγοῦς
      δοτική τῷ/τῇ ξυλοστεγεῖ τῷ ξυλοστεγεῖ
    αιτιατική τὸν/τὴν ξυλοστεγ τὸ ξυλοστεγές
     κλητική ! ξυλοστεγές ξυλοστεγές
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ ξυλοστεγεῖς τὰ ξυλοστεγ
      γενική τῶν ξυλοστεγῶν τῶν ξυλοστεγῶν
      δοτική τοῖς/ταῖς ξυλοστεγέσ(ν) τοῖς ξυλοστεγέσ(ν)
    αιτιατική τοὺς/τὰς ξυλοστεγεῖς τὰ ξυλοστεγ
     κλητική ! ξυλοστεγεῖς ξυλοστεγ
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ ξυλοστεγεῖ τὼ ξυλοστεγεῖ
      γεν-δοτ τοῖν ξυλοστεγοῖν τοῖν ξυλοστεγοῖν
3η κλίση, Κατηγορία 'συνεχής' όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ξυλοστεγής (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ξυλο- + -στεγής

Επίθετο

[επεξεργασία]

ξυλοστεγής, -ής, -ές (ελληνιστική κοινή) (σε πάπυρο)

Συγγενικά

[επεξεργασία]