πάναγνος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | πάναγνος | η | πάναγνη | το | πάναγνο |
γενική | του | πάναγνου | της | πάναγνης | του | πάναγνου |
αιτιατική | τον | πάναγνο | την | πάναγνη | το | πάναγνο |
κλητική | πάναγνε | πάναγνη | πάναγνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | πάναγνοι | οι | πάναγνες | τα | πάναγνα |
γενική | των | πάναγνων | των | πάναγνων | των | πάναγνων |
αιτιατική | τους | πάναγνους | τις | πάναγνες | τα | πάναγνα |
κλητική | πάναγνοι | πάναγνες | πάναγνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
καθαρεύουσα (κατά την αρχαία κλίση) στην εκκλησιαστική καθαρεύουσα | ||||||
→ γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ/ἡ | πάναγνος | τὸ | πάναγνον | ||
γενική | τοῦ/τῆς | πανάγνου | τοῦ | πανάγνου | ||
δοτική | τῷ/τῇ | πανάγνῳ | τῷ | πανάγνῳ | ||
αιτιατική | τὸν/τὴν | πάναγνον | τὸ | πάναγνον | ||
κλητική ὦ! | πάναγνε | πάναγνον | ||||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
ονομαστική | οἱ/αἱ | πάναγνοι | τὰ | πάναγνα | ||
γενική | τῶν | πανάγνων | τῶν | πανάγνων | ||
δοτική | τοῖς/ταῖς | πανάγνοις | τοῖς | πανάγνοις | ||
αιτιατική | τοὺς/τὰς | πανάγνους | τὰ | πάναγνα | ||
κλητική ὦ! | πάναγνοι | πάναγνα | ||||
Συγκρίνετε με το ελληνιστικό πάναγνος, πανάγνη, πάναγνον. | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «δύσκολος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάναγνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πάναγνος < πάν- + αρχαία ελληνική ἁγνός
Επίθετο
[επεξεργασία]πάναγνος, -η, -ο, στην εκκλησιαστική γλώσσα, -ος, -ος, -ον [1]
- (επιτατικό επίθετο) υπέρτατα αγνός, που χαρακτηρίζεται από απόλυτη αγνότητα
- ※ Κόρη πάναγνη μια μέρα στον ίσκιο μου ήρθε ναναστενάξη , κι από τότες αναστενάζω ! (Ιωάννης Ψυχάρης, Για το Ρωμαίικο θέατρο, Βιβλιοπωλείο της Εστίας, 1901, σελ. 261)
- (χριστιανισμός) → δείτε τη λέξη Πάναγνος προσωνυμία της Θεοτόκου
Συνώνυμα
[επεξεργασία]Αντώνυμα
[επεξεργασία]Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη αγνός
Μεταφράσεις
[επεξεργασία] πάναγνος
|
Αναφορές
[επεξεργασία]- ↑ με κατάληξη -ος, -ος, -ον - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Πηγές
[επεξεργασία]- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάναγνος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πάναγνος < πάν- + αρχαία ελληνική ἁγνός
Επίθετο
[επεξεργασία]πάναγνος
- (χριστιανισμός, επιτατικό επίθετο) προσωνυμία της Θεοτόκου, όπως νέα ελληνικά πάναγνος,
- ※ γλώσσα ελληνιστική - Eustratiades, Ἁγιορειτικῶν κωδίκων σημειώματα, S. 52-53. Vgl. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum, S. 559. «ο του πατρός σύμμορφος», Μονή Αγίας Λαύρας, [1]
- Ὁ τοῦ πατρὸς σύμμορφος ἀτρεκής Λόγος καὶ τοῦ θεουργοῦ πνεύματος δεδειγμένος Χριστὸς προέγνω καὶ σὲ μειζόνως ἄναξ κράτιστον ὄντα καὶ σοφὸν βουληφόρον, πρᾶον, προσηνῆ καὶ λόγῳ καὶ τῷ τρόπῳ, ὡς πιστὸν ὀρθόδοξον, εὐγενῆ κλάδον ἐκ χρυσοειδῶν ἀνθέων τεθηλότα καὶ σοὶ δέδωκε τὸ στέφος τῆς πορφύρας καὶ τὸ κράτος παρέσχε τῆς ἐξουσίας˙ μόνον κρατοῦντα τῆς ὅλης ὑφηλίου εἰς εὐτυχὲς δώρημα τῶν ὑπηκόων, εἰς λύτρον, εἰς ἔγερσιν, εἰς σωτηρίαν, ὃν ἡ πάναγνος καὶ θεηδόχος κόρη μητροπρεπῶς μάλιστα θ' ἱλεουμένη φρουροῦσα σώζει καὶ σοφοῖ τὸν δεσπότην καὶ σκῆπτρον ἐντίθησι τῆς ἁλουργίδος καὶ ταῖς λιταῖς κρατοῦσα πάσης ἐκ βλάβης ἐχθροὺς τροποῦται παγγενεῖς τοὺς τῆς Ἄγαρ˙
- ≈ συνώνυμα: ὁλόαγνος
- ※ γλώσσα ελληνιστική - Eustratiades, Ἁγιορειτικῶν κωδίκων σημειώματα, S. 52-53. Vgl. Vassis, Initia Carminum Byzantinorum, S. 559. «ο του πατρός σύμμορφος», Μονή Αγίας Λαύρας, [1]
Συγγενικά
[επεξεργασία]→ και δείτε τη λέξη ἁγνός
Πηγές
[επεξεργασία]- πάναγνος - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- πάναγνος < πάν- + αρχαία ελληνική ἁγνός
Επίθετο
[επεξεργασία]πάναγνος, -η, -ον [1]
- (ελληνιστική κοινή , χριστιανισμός, επιτατικό επίθετο) υπέρατατα αγνός, όπως νέα ελληνικά πάναγνος
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη ἁγνός
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Αναφορές
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- πάναγνος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'όμορφος' (νέα ελληνικά)
- Επίθετα με αρχαίες κλίσεις (καθαρεύουσα)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πάν- (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Επίθετα (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (νέα ελληνικά)
- Χριστιανισμός (νέα ελληνικά)
- Προσωνυμίες (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πάν- (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Μεσαιωνικά ελληνικά
- Επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Χριστιανισμός (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επιτατικά επίθετα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Προσωνυμίες (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Λήμματα με παραθέματα (μεσαιωνικά ελληνικά)
- Επίθετα με κλίση όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα 2ης κλίσης (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα που κλίνονται όπως το 'μέγιστος' (αρχαία ελληνικά)
- Επίθετα προπαροξύτονα (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις προπαροξύτονες (αρχαία ελληνικά)
- Λέξεις με πρόθημα πάν- (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Χριστιανισμός (ελληνιστική κοινή)
- Επιτατικά επίθετα (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)