παροιμιογράφος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροιμιογράφος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή παροιμιογράφος < αρχαία ελληνική παροιμί(α) + -ο- + -γράφος
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /pa.ɾi.mi.oˈɣɾa.fos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πα‐ροι‐μι‐ο‐γρά‐φος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροιμιογράφος αρσενικό
- (φιλολογία) συγγραφέας ή σχολιαστής παροιμιών κατά την ελληνιστική ή μεσαιωνική περίοδο
- (γενικότερα αρσενικό ή θηλυκό) που καταγράφει παροιμίες σε συλλογή που καταρτίζει
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
παροιμιογράφος
|
Πηγές[επεξεργασία]
- παροιμιογράφος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]
ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||||
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|
ονομαστική | ὁ | παροιμιογράφος | οἱ | παροιμιογράφοι | ||||
γενική | τοῦ | παροιμιογράφου | τῶν | παροιμιογράφων | ||||
δοτική | τῷ | παροιμιογράφῳ | τοῖς | παροιμιογράφοις | ||||
αιτιατική | τὸν | παροιμιογράφον | τοὺς | παροιμιογράφους | ||||
κλητική ὦ! | παροιμιογράφε | παροιμιογράφοι | ||||||
δυϊκός | ||||||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | παροιμιογράφω | ||||||
γεν-δοτ | τοῖν | παροιμιογράφοιν | ||||||
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- παροιμιογράφος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική παροιμί(α) + -ο- + -γράφος
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
παροιμιογράφος αρσενικό
- (ελληνιστική κοινή) αυτός που συλλέγει και καταγράφει παροιμιών
Πηγές[επεξεργασία]
- παροιμιογράφος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ζωγράφος' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την ελληνιστική κοινή (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (νέα ελληνικά)
- Λήμματα με προφορά ΔΦΑ (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Φιλολογία (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά με αρχαίες κλίσεις (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά με κλίση όπως το 'δρόμος' (αρχαία ελληνικά)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά 2ης κλίσης αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' αρσενικά (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά αρσενικά παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'δρόμος' παροξύτονα (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις παροξύτονες (ελληνιστική κοινή)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Παραγωγή λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με ένθημα -ο- (ελληνιστική κοινή)
- Λέξεις με επίθημα -γράφος (ελληνιστική κοινή)
- Ελληνιστική κοινή
- Ουσιαστικά (ελληνιστική κοινή)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)