Μετάβαση στο περιεχόμενο

ποδίσκος

Από Βικιλεξικό
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ποδίσκος οι ποδίσκοι
      γενική του ποδίσκου των ποδίσκων
    αιτιατική τον ποδίσκο τους ποδίσκους
     κλητική ποδίσκε ποδίσκοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδίσκος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ποδίσκος < αρχαία ελληνική πούς (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική pédoncule) [1] + -ίσκος

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /poˈði.skos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ποδίσκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδίσκος αρσενικό

  1. (βοτανική) ο μίσχος, ο βλαστός, το κοτσάνι ενός φυτού
  2. (βοτανική) το μέρος του άνθους που το συνδέει με το βλαστό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη πόδι

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]



ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση)
δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ποδίσκος οἱ ποδίσκοι
      γενική τοῦ ποδίσκου τῶν ποδίσκων
      δοτική τῷ ποδίσκ τοῖς ποδίσκοις
    αιτιατική τὸν ποδίσκον τοὺς ποδίσκους
     κλητική ! ποδίσκε ποδίσκοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ποδίσκω
γεν-δοτ τοῖν  ποδίσκοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ποδίσκος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική πούς, ποδ  + υποκοριστικό επίθημα -ίσκος

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ποδίσκος αρσενικό