φασισμός
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)
[επεξεργασία]↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | φασισμός | οι | φασισμοί |
γενική | του | φασισμού | των | φασισμών |
αιτιατική | τον | φασισμό | τους | φασισμούς |
κλητική | φασισμέ | φασισμοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- φασισμός < (άμεσο δάνειο) ιταλική fascismo < fascio < λατινική fascis < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰask- (δέσμη)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]φασισμός αρσενικό
- (πολιτική) ακροδεξιά, αυταρχική, εθνικιστική πολιτική ιδεολογία και μαζικό κίνημα, με παραστρατιωτικά και μιλιταριστικά χαρακτηριστικά, που θέτει το έθνος, το οποίο ορίζει στη βάση μεταφυσικών ή υπεριστορικών δεδομένων, υπεράνω κάθε άλλης αξίας και δρα για τη δημιουργία μιας κρατικής εθνικής κοινότητας, καταργώντας τη δημοκρατία και τον κοινοβουλευτισμό
- (ιστορία) ιταλικό δικτατορικό κίνημα και καθεστώς υπό τον Μπενίτο Μουσολίνι
- (καταχρηστικά) (κατ’ επέκταση) κάθε αυταρχική ή καταπιεστική συμπεριφορά
Συγγενικά
[επεξεργασία]Σύνθετα
[επεξεργασία]- αντιφασιστικός
- εκφασισμός
- νεοφασισμός
- Σταλινοφασίστας
- φασιστοειδές
- φασιστοειδής
- φασιστοκρατία
- φασιστόμουτρο
Δείτε επίσης
[επεξεργασία]Μεταφράσεις
[επεξεργασία] φασισμός
|
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'ναός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά αρσενικά (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Πολιτική (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)