αγώνας: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ Bot: εισαγωγή κλείδας ταξινόμησης |
|||
Γραμμή 115: | Γραμμή 115: | ||
{{μτφ-τέλος}} |
{{μτφ-τέλος}} |
||
{{κλείδα |
{{κλείδα-ελλ}} |
||
[[en:αγώνας]] |
[[en:αγώνας]] |
Αναθεώρηση της 22:14, 20 Μαΐου 2013
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | αγώνας | οι | αγώνες |
γενική | του | αγώνα | των | αγώνων |
αιτιατική | τον | αγώνα | τους | αγώνες |
κλητική | αγώνα | αγώνες | ||
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- αγώνας < αρχαία ελληνική ἀγών
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
αγώνας αρσενικό
- η επίπονη προσπάθεια για την επίτευξη ενός σκοπού
- χρειάζεται μεγάλος αγώνας για την κατάκτηση της πρώτης θέσης
- η οργανωμένη και συστηματική κινητοποίηση για την επίτευξη ενός σκοπού
- ο αγώνας του Πολυτεχνείου / των εργατών
- η σύγκρουση δύο αντίπαλων στρατιωτικών παρατάξεων
- (συνεκδοχικά, συνήθως με κεφαλαίο) το σύνολο των μαχών, ο πόλεμος
- ο Μακεδονικός Αγώνας
- (αθλητισμός) η οργανωμένη αναμέτρηση αθλητών ή ομάδων σε ένα συγκεκριμένο άθλημα
- (πληθυντικός) οι αθλητικές αναμετρήσεις μεταξύ ομάδων, συλλόγων ή και κρατών, οι οποίες έχουν οργανωθεί μετά απο επίσημη ανάθεση σε κάποια πόλη ή κράτος
- οι Ολυμπιακοί Αγώνες
Εκφράσεις
- αγωνίστηκα τον αγώνα τον καλό : αγωνίστηκα χωρίς να παραιτηθώ από τις ιδέες και τις αρχές μου
- αγώνας δρόμου: (κυριολεκτικά) άθλημα όπου οι αθλητές διαγωνίζονται στο τρέξιμο // (μεταφορικά) για ό,τι γίνεται με ταχείς ρυθμούς προκειμένου να προλάβει κάποιος κάτι
- δικαστικός αγώνας : η δίκη
- δίνω αγώνα για κάτι : κοπιάζω, μοχθώ
Συγγενικά