χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr |
μ r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:χήνα |
||
Γραμμή 117: | Γραμμή 117: | ||
[[ro:χήνα]] |
[[ro:χήνα]] |
||
[[ru:χήνα]] |
[[ru:χήνα]] |
||
[[sq:χήνα]] |
|||
[[tr:χήνα]] |
[[tr:χήνα]] |
Αναθεώρηση της 10:44, 20 Σεπτεμβρίου 2013
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- χήνα < αρχαία ελληνική χήν
Προφορά
- → λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;
Ουσιαστικό
χήνα θηλυκό
- Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
- εύπιστος άνθρωπος
- (αργκό) λεγόταν παλιότερα για το χιλιόδραχμο
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
χήνα