χήνα: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη chr
μ r2.7.5) (Ρομπότ: Προσθήκη: sq:χήνα
Γραμμή 117: Γραμμή 117:
[[ro:χήνα]]
[[ro:χήνα]]
[[ru:χήνα]]
[[ru:χήνα]]
[[sq:χήνα]]
[[tr:χήνα]]
[[tr:χήνα]]

Αναθεώρηση της 10:44, 20 Σεπτεμβρίου 2013

Νέα ελληνικά (el)

Πρότυπο:el-κλίσ-'θάλασσα'

Ετυμολογία

χήνα < αρχαία ελληνική χήν

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

χήνα

χήνα θηλυκό

  1. Πρότυπο:ορνιθολ νηκτικό πτηνό, με λευκό ή γκρίζο χρώμα, μοιάζει με την πάπια, έχει μακρύ λαιμό
  2. εύπιστος άνθρωπος
     συνώνυμα: αφελής, κουτός
  3. (αργκό) λεγόταν παλιότερα για το χιλιόδραχμο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις