enfant: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Flubot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ ενημέρωση των interwikis, προσθήκη da
Lou bot (συζήτηση | συνεισφορές)
μ μορφοποίηση μέσω αντικατάστασης προτύπων
Γραμμή 29: Γραμμή 29:


===={{συνώνυμα}}====
===={{συνώνυμα}}====
: ''πολύ νεαρός άνθρωπος'' (1) :
: '''''πολύ νεαρός άνθρωπος''''' (1) :
{{(}}
{{((}}
* [[bambin]]
* [[bambin]]
* [[bébé]]
* [[bébé]]
Γραμμή 40: Γραμμή 40:
* [[jocrisse]] {{οικ}}
* [[jocrisse]] {{οικ}}
* [[lardon]] {{οικ}}
* [[lardon]] {{οικ}}

{{-}}
* [[loupiot]] {{λαϊκ}}
* [[loupiot]] {{λαϊκ}}
* [[marmot]] {{οικ}}
* [[marmot]] {{οικ}}
Γραμμή 50: Γραμμή 48:
* [[mousse]] {{Κεμπέκ}}, {{οικ}}
* [[mousse]] {{Κεμπέκ}}, {{οικ}}
* [[moutard]] {{αργκ}}
* [[moutard]] {{αργκ}}
{{-}}
* [[petiot]] {{οικ}}
* [[petiot]] {{οικ}}
* [[petit]]
* [[petit]]
Γραμμή 58: Γραμμή 55:
* [[poupard]] (bébé)
* [[poupard]] (bébé)
* [[poupon]] (bébé)
* [[poupon]] (bébé)
{{)}}
{{))}}

: ''απόγονος πρώτης γενεάς'' (2) :

: '''''απόγονος πρώτης γενεάς''''' (2) :
* [[descendant]]
* [[descendant]]
* {{οικ}} [[gosse]]
* {{οικ}} [[gosse]]

Αναθεώρηση της 20:01, 1 Ιουλίου 2014

Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

enfant < Πρότυπο:ετυμ la infans (« νήπιο (= που δεν μιλάει) »), από το στερητικό πρόθημα in- και τη ρίζω -fa- που σημαίνει τον λόγο. Αυτή η λέξη έγινε στα γαλλικά « enfant » με πληθυντικό « enfans ». Αυτός ο πληθυντικός άλλαξε σε « enfants » κατά την αναρρύθμιση της Γαλλικής Ακαδημίας το 1835.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
enfant enfants

enfant (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. αγόρι ή κορίτσι πολύ μικρής ηλικίας
    S’amuser, rire comme un enfant. Des jouets d’enfants. Pleurer comme un enfant.
  2. χρησιμοποιείται επίσης με φιλικό και οικείο ύφος
    Ma belle enfant. Venez, mon enfant. Ma chère enfant, écoutez-moi.
    Courage, enfants, criait-il à ses soldats.
    (σημείωση) είναι θηλυκού γένους όταν χρησιμοποιείται για να εκφράσει ακριβώς ότι πρόκειται για κορίτσι κι όχι για αγόρι
    Voilà une belle enfant! Vous êtes une aimable enfant.
  3. γιος ή κόρη, κάθε ηλικίας, σε σχέση με τον πατέρα και τη μητέρα, ή έναν μόνο από τους δυο
    Avoir des enfants. Être chargé d’enfants. Il laisse une veuve et quatre enfants en bas âge.
    Dans son extrême vieillesse, il resta entouré de ses enfants. Cette mère est faible, elle gâte ses enfants.
    Le plus jeune de ses enfants a aujourd’hui 50 ans.
  4. (οικείο) (παρωχημένο) κάτι που δημιουργείται από κάτι άλλο, που γεννιέται, που προκαλείται
    Le remords est enfant du crime.

enfants αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό

  1. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό τα παιδιά και τα εγγόνια
    Ce père de famille a dîné avec tous ses enfants.
  2. και για να εκφράσει όλες τις γενιές
  3. αρσενικό, μόνο στον πληθυντικό οποιοσδήποτε προέρχεται από το ίδιο σόι, που έχει κοινή προέλευση
    Nous sommes tous enfants d’Adam. Allons enfants de la Patrie, …

Συνώνυμα

πολύ νεαρός άνθρωπος (1) :


απόγονος πρώτης γενεάς (2) :

Αντώνυμα

πολύ νεαρός άνθρωπος (1) :
απόγονος πρώτης γενεάς (2) :

Υπώνυμα

πολύ νεαρός άνθρωπος (1) :
απόγονος πρώτης γενεάς (2) :

Εκφράσεις

πολύ νεαρός άνθρωπος (1) :
Λέγεται επίσης: Être enfant. Est-elle enfant! Que vous êtes enfant!
  • Se comporter, se conduire, agir comme un enfant, parler comme un enfant, (μεταφορικά) δρω χωρίς σκέψη, λέω ανόητα λόγια
Λέγεται επίσης: Propos d’enfant. Conduite d’enfant, etc.
  • Il n’y a plus d’enfants, (μεταφορικά) (οικείο) λέγεται σχετικά με ένα παιδί που μιλά για θέματα που θα έπρεπε να αγνοεί
  • Il est bon enfant, bien bon enfant de croire cela, de se prêter à cela, (μεταφορικά) (οικείο) παραείναι απλό να πιστεύει κανείς κάτι, ή να ασχολείται σοβαρά με κάτι (ενώ θα έπρεπε να μην το κάνει)
  • Être bon enfant σημαίνει επίσης το να έχει κάποιος καλό χαρακτήρα, να είναι πάντα ευδιάθετος, να μην « κάνει τον δύσκολο»
C’est une bonne enfant, une bien bonne enfant.
L’hospice des enfants trouvés, ή, απλά, Les Enfants trouvés.: Aller aux Enfants trouvés.
  • enfant de troupe, (παρωχημένο) γιος στρατιωτικού που μεγάλωσε χάρη στα έξοδα του κράτους
  • enfant de chœur, (θρησκεία) στην καθολική εκκλησία, νεαρός εθελοντής
  • Enfants perdus, (μεταφορικά) (παρωχημένο) η λέξη χρησιμοποιήθηκε για τους στρατιώτες που πολέμησαν στην πρώτη γραμμή και θεωρούνται χαμένοι
  • Enfant mâle.
  • Enfant légitime.
  • Enfant naturel.
  • Enfant adoptif.
  • Enfant d’adoption.
  • Enfant du premier lit, du second lit.
  • Les petits-enfants d’une personne, Ses petits-fils et arrière- petits-fils; ses petites-filles et arrière-petites-filles.
  • Les enfants d’Israël. (μεταφορικά), Les juifs
  • Les enfants de France, Πρότυπο:ιστορ τα νόμιμα παιδιά των βασιλέων της Γαλλίας
Gouverneur des enfants de France. Gouvernante des enfants de France.
Λέγεται κυρίως σε αντίθεση με την έκφραση Les enfants de Dieu.

Συγγενικά

Σύνθετα

Δείτε επίσης



Παλαιά γαλλικά (fro)

Ουσιαστικό

πτώση ενικός πληθυντικός
cas sujet enfes enfant
cas régime enfant enfanz

enfant αρσενικό



Οξιτανικά (oc)

Ουσιαστικό

enfant (oc)