κοινότοπος: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό
Γραμμή 17: Γραμμή 17:
===={{μεταφράσεις}}====
===={{μεταφράσεις}}====
{{μτφ-αρχή}}
{{μτφ-αρχή}}
* {{en}} : {{τ|en|commonplace}}, {{τ|en|mundane}}, {{τ|en|ordinary}}, {{τ|en|run-of-the-mill}}, {{τ|en|middle-of-the-road}}, {{τ|en|mainstream}}, {{τ|en|unremarkable}}, {{τ|en|unexceptional}}, {{τ|en|undistinguished}}, {{τ|en|uninspired}}, {{τ|en|unexciting}}, {{τ|en|, unmemorable, forgettable}}, {{τ|en|indifferent}}, {{τ|en|indifferenso-so}}, {{τ|en|mediocre}}, {{τ|en|pedestrian, prosaic, lacklustre, dull, bland, uninteresting, mundane, everyday, quotidian, humdrum, hackneyed, trite,banal}}, {{τ|en| clichéd, }}, {{τ|en|predictable }}, {{τ|en|overused}}, {{τ|en|overdone}}, {{τ|en| overworked}}, {{τ|en|stale,}}, {{τ|en|worn out}}, {{τ|en|time-worn, }}, {{τ|en|tired}}, {{τ|en| unoriginal}}, {{τ|en|derivative}}, {{τ|en|common or garden}}, {{τ|en|garden variety}}, {{τ|en|nothing to write home about}}, {{τ|en|nothing to get excited about, }}, {{τ|en|no great shakes}}, {{τ|en|not so hot,}}, {{τ|en| not up to much}}, {{τ|en|vanilla}}, {{τ|en|plain vanilla}}, {{τ|en|bog-standard}}, {{τ|en|, a dime a dozen}}, {{τ|en|old hat}}, {{τ|en| corny}}, {{τ|en|played out}}, {{τ|en|hacky}}, {{τ|en|not much cop}}, {{τ|en|ten a penny}}, {{τ|en|ornery}}, {{τ|en|bush-league}}, {{τ|en|cornball}}, {{τ|en|dime-store}}, {{τ|en|half-pie}}, {{τ|en|common}}, {{τ|en|normal}}, {{τ|en|usual}}, {{τ|en|ordinary}}, {{τ|en|familiar}}, {{τ|en| routine}}, {{τ|en|standard}}, {{τ|en|everyday}}, {{τ|en|day-to-day}}, {{τ|en|daily}}, {{τ|en| regular}}, {{τ|en|frequent}}, {{τ|en|habitual}}, {{τ|en|conventional}}, {{τ|en|typical}}, {{τ|en|unexceptional}}, {{τ|en|unremarkable}}
* {{en}} : {{τ|en|mundane}}
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} -->

Αναθεώρηση της 08:38, 22 Μαΐου 2016

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κοινότοπος η κοινότοπη το κοινότοπο
      γενική του κοινότοπου της κοινότοπης του κοινότοπου
    αιτιατική τον κοινότοπο την κοινότοπη το κοινότοπο
     κλητική κοινότοπε κοινότοπη κοινότοπο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κοινότοποι οι κοινότοπες τα κοινότοπα
      γενική των κοινότοπων των κοινότοπων των κοινότοπων
    αιτιατική τους κοινότοπους τις κοινότοπες τα κοινότοπα
     κλητική κοινότοποι κοινότοπες κοινότοπα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κοινότοπος < κοινοτοπία + -ος (αναδρομικός σχηματισμός) < κοινός + τόπος ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική commonplace < (μεταφραστικό δάνειο) Πρότυπο:ετυμ la locus communis)

Επίθετο

κοινότοπος, -η, -ο

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις