συμβαίνω: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας Ετικέτες: Επεξεργασία από κινητό Διαδικτυακή επεξεργασία από κινητό |
→{{μεταφράσεις}}: linking λέξεων, αντιγραφή υπολοίπων από παρόμοια |
||
Γραμμή 11: | Γραμμή 11: | ||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
||
{{μτφ-αρχή}} |
|||
* {{en}} : {{τ|en|happen}}, {{τ|en|occur}}, {{τ|en|take place}}, {{τ|en|come about}}, {{τ|en|come off}}, {{τ|en|come into being}}• {{τ|en|ensue}}, {{τ|en|result, transpire, materialize, arise, be, crop up, come up, fall out, pan out, turn out, follow, develop, emerge, surface, present itself, supervene; ''ανεπίσημο'': go down; {{τ|en|come to pass}}, betide, chance; ''σπάνιο'': eventuate, hap |
* {{en}} : {{τ|en|happen}}, {{τ|en|occur}}, {{τ|en|take place}}, {{τ|en|come about}}, {{τ|en|come off}}, {{τ|en|come into being}}• {{τ|en|ensue}}, {{τ|en|result}}, {{τ|en|transpire}}, {{τ|en|materialize}}, {{τ|en|arise}}, {{τ|en|be}}, {{τ|en|crop up}}, {{τ|en|come up}}, {{τ|en|fall out}}, {{τ|en|pan out}}, {{τ|en|turn out}}, {{τ|en|follow}}, {{τ|en|develop}}, {{τ|en|emerge}}, {{τ|en|surface}}, {{τ|en|present}} itself, {{τ|en|supervene}}; ''ανεπίσημο'': {{τ|en|go down}}; {{τ|en|come to pass}}, {{τ|en|betide}}, {{τ|en|chance}}; ''σπάνιο'': {{τ|en|eventuate}}, {{τ|en|hap}} |
||
---- |
|||
<!-- * {{ar}} : {{τ|ar|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{vi}} : {{τ|vi|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{bg}} : {{τ|bg|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{br}} : {{τ|br|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{fr}} : {{τ|fr|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{de}} : {{τ|de|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{da}} : {{τ|da|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{he}} : {{τ|he|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{et}} : {{τ|et|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{eo}} : {{τ|eo|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ja}} : {{τ|ja|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ia}} : {{τ|ia|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{io}} : {{τ|io|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ga}} : {{τ|ga|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{is}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{es}} : {{τ|is|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{it}} : {{τ|it|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ca}} : {{τ|ca|XXX}} --> |
|||
<!-- * {{zh}} : {{τ|zh|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ko}} : {{τ|ko|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ku}} : {{τ|ku|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{hr}} : {{τ|hr|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{la}} : {{τ|la|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{lt}} : {{τ|lt|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ms}} : {{τ|ms|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{no}} : {{τ|no|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{nl}} : {{τ|nl|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{hu}} : {{τ|hu|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{uk}} : {{τ|uk|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{pl}} : {{τ|pl|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{pt}} : {{τ|pt|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ro}} : {{τ|ro|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{ru}} : {{τ|ru|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{sr}} : {{τ|sr|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{sk}} : {{τ|sk|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{sl}} : {{τ|sl|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{sv}} : {{τ|sv|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{th}} : {{τ|th|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{cs}} : {{τ|cs|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{tr}} : {{τ|tr|ΧΧΧ}} --> |
|||
<!-- * {{fi}} : {{τ|fi|ΧΧΧ}} --> |
|||
{{μτφ-τέλος}} |
|||
{{κλείδα-ελλ}} |
|||
=={{-grc-}}== |
=={{-grc-}}== |
Αναθεώρηση της 07:21, 19 Μαΐου 2018
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- συμβαίνω < αρχαία ελληνική συμβαίνω
Ρήμα
συμβαίνω
- → δείτε τη λέξη συμβαίνει
Κλίση
Ενεργητική φωνή
Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
---|---|---|---|---|---|---|
πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
α' ενικ. | συμβαίνω | συνέβαινα | θα συμβαίνω | να συμβαίνω | συμβαίνοντας | |
β' ενικ. | συμβαίνεις | συνέβαινες | θα συμβαίνεις | να συμβαίνεις | συνέβαινε | |
γ' ενικ. | συμβαίνει | συνέβαινε | θα συμβαίνει | να συμβαίνει | ||
α' πληθ. | συμβαίνουμε | συμβαίναμε | θα συμβαίνουμε | να συμβαίνουμε | ||
β' πληθ. | συμβαίνετε | συμβαίνατε | θα συμβαίνετε | να συμβαίνετε | συμβαίνετε | |
γ' πληθ. | συμβαίνουν(ε) | συνέβαιναν συμβαίναν(ε) |
θα συμβαίνουν(ε) | να συμβαίνουν(ε) | ||
Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
α' ενικ. | συνέβην | θα συμβώ | να συμβώ | συμβεί | ||
β' ενικ. | συνέβης | θα συμβείς | να συμβείς | |||
γ' ενικ. | συνέβη | θα συμβεί | να συμβεί | |||
α' πληθ. | συμβήκαμε | θα συμβούμε | να συμβούμε | |||
β' πληθ. | συμβήκατε | θα συμβείτε | να συμβείτε | συμβείτε | ||
γ' πληθ. | συνέβησαν | θα συμβούν | να συμβούν | |||
Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
α' ενικ. | έχω συμβεί | είχα συμβεί | θα έχω συμβεί | να έχω συμβεί | ||
β' ενικ. | έχεις συμβεί | είχες συμβεί | θα έχεις συμβεί | να έχεις συμβεί | ||
γ' ενικ. | έχει συμβεί | είχε συμβεί | θα έχει συμβεί | να έχει συμβεί | ||
α' πληθ. | έχουμε συμβεί | είχαμε συμβεί | θα έχουμε συμβεί | να έχουμε συμβεί | ||
β' πληθ. | έχετε συμβεί | είχατε συμβεί | θα έχετε συμβεί | να έχετε συμβεί | ||
γ' πληθ. | έχουν συμβεί | είχαν συμβεί | θα έχουν συμβεί | να έχουν συμβεί |
|
Μεταφράσεις
συμβαίνω
|
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ρήμα
συμβαίνω
- στέκομαι με τα πόδια ενωμένα (όπως οι κούροι)
- ὅταν γάρ τι ἀπὸ τῆς γῆς ἄρασθαι βούλωνται, διαβαίνοντες πάντες μᾶλλον ἢ συμβεβηκότες ἐπιχειροῦσιν αἴρεσθαι. :όπως και οι άνθρωποι, όταν θέλουν να σηκώσουν κάτι από τη γη, ανοίγουν τη δρασκελιά τους μάλλον παρά προσπαθούν να το σηκώσουν με ενωμένα τα πόδια (Ξενοφών)
- προστίθενται, μαζεύονται, συμπίπτουν όλα μαζί, συμπίπτω απλώς, συμφωνώ με κάτι άλλο, ταυτίζομαι
- συμβαίνει κακοῖς : συνέπεσαν κι άλλα κακά
- ὅ τε χρόνος τῆς ἐκθέσιος τῇ ἡλικίῃ τοῦ παιδὸς συμβαίνειν : ο χρόνος της έκθεσης <η εποχή που είχαν αφήσει έκθετο το νεογέννητο βασιλόπουλο> συνέπιπτε με την ηλικία του αγοριού αυτού
- εἰς ταὐτὸ συμβαίνουσι τοῖς ἐμοῖς στίβοις : τα χνάρια είναι ίδια με τις δικές μου πατημασιές
- συναντώ,
- σὺν δ᾽ ἔβη ἐν Φιλότητι
- ξυμβέβηκε δ᾽ οὐδαμοῦ: δεν έχω απαντήσει ποτέ κάτι τέτοιο, δεν έχω καμία σχέση με αυτό, δεν βρέθηκε στο δρόμο μου
- (μεταφορικά) συμβαδίζω, συμβιβάζομαι, συμφωνώ, υποχωρώ, συνήθως την ίδια εποχή με κάποιον άλλο
- ὑπὸ δὲ τοὺς αὐτοὺς χρόνους τοῦ θέρους τούτου καὶ οἱ Πλαταιῆς οὐκέτι ἔχοντες σῖτον οὐδὲ δυνάμενοι πολιορκεῖσθαι ξυνέβησαν τοῖς Πελοποννησίοις τοιῷδε τρόπῳ : την ίδια εποχή του καλοκαιριού εκεινου και οι Πλαταιείς ήρθαν σε συμφωνία με τους Πελοποννήσιους γιατί δεν είχαν σιτάρι ούτε δυνάμεις να αντέξουν πλιορκία
- ξυνέβησαν δὲ καὶ Βυζάντιοι ὥσπερ καὶ πρότερον ὑπήκοοι εἶναι. : συμφώνησαν τότε και οι κάτοικοι του Βυζαντίου να ξαναγίνουν υπήκοοι με το καθεστώς που είχαν πριν
- οὐ γὰρ ἂν ξυμβαῖμεν ἄλλως ἢ 'πὶ τοῖς εἰρημένοις ὥστ᾽ ἐμὲ σκήπτρων κρατοῦντα : δεν θα τα βρούμε αλλιώς παρά αν γίνουν όσα είπα, να κρατήσω το σκήπτρο...
Συγγενικά
- σύμβασις
- σύμβαμα
- συμβασείω
- συμβατικός
- συμβατήριος
- συμβάν (το γεγονός) συμβάντα (τα γεγονότα)
- το συμβεβηκός (το τυχαίο γεγονός, η σύμπτωση)