αυλή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Χωρίς σύνοψη επεξεργασίας
Γραμμή 1: Γραμμή 1:
{{δείτε|αυλός}}
=={{-el-}}==
=={{-el-}}==
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
{{el-κλίσ-'ψυχή'}}
Γραμμή 9: Γραμμή 10:
==={{ουσιαστικό|el}}===
==={{ουσιαστικό|el}}===
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
'''{{PAGENAME}}''' {{θ}}
# [[υπαίθριος]] περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
# [[υπαίθριος]] περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα [[σπίτι]]-[[κτήριο]]
#: {{συνων}} [[προαύλιο]], [[περίβολος]]
#: {{συνων}} [[προαύλιο]], [[περίβολος]]
# το σύνολο των [[αυλικός|αυλικών]], των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν [[ηγεμόνας|ηγεμόνα]]
# {{μτφρ}} {{λόγιο}} το [[σύνολο]] των [[αυλικός|αυλικών]], των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν [[ηγεμόνας|ηγεμόνα]]


===={{συγγενικά}}====
===={{συγγενικά}}====
Γραμμή 28: Γραμμή 29:
*[[εναύλιος]]
*[[εναύλιος]]
*[[περιαύλιο]]
*[[περιαύλιο]]
*[[περίαυλο]]
*[[περίαυλος]]
*[[προαυλίζομαι]]
*[[προαυλίζομαι]]
*[[προαύλιο]]
*[[προαύλιο]]

Αναθεώρηση της 05:40, 6 Απριλίου 2020

Δείτε επίσης: αυλός

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αυλή οι αυλές
      γενική της αυλής των αυλών
    αιτιατική την αυλή τις αυλές
     κλητική αυλή αυλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

αυλή < αρχαία ελληνική αὐλή

Προφορά

λείπει η προφορά Μπορείτε να βοηθήσετε;

Ουσιαστικό

αυλή θηλυκό

  1. υπαίθριος περιφραγμένος χώρος που ανήκει σε ένα σπίτι-κτήριο
     συνώνυμα: προαύλιο, περίβολος
  2. (μεταφορικά) (λόγιο) το σύνολο των αυλικών, των αξιωματούχων και συμβούλων που πλαισιώνουν έναν ηγεμόνα

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις