χορηγός: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
μ {{clear}} πριν τις μεταφράσεις |
|||
Γραμμή 1: | Γραμμή 1: | ||
{{δείτε|χορηγητής}} |
|||
=={{-el-}}== |
=={{-el-}}== |
||
{{el-κλίση-'γιατρός'}} |
{{el-κλίση-'γιατρός'}} |
||
Γραμμή 12: | Γραμμή 13: | ||
===={{συγγενικά}}==== |
===={{συγγενικά}}==== |
||
{{((|κολόνες=2}} |
|||
* [[επιχορήγημα]] |
* [[επιχορήγημα]] |
||
* [[επιχορηγημένος]] |
* [[επιχορηγημένος]] |
||
Γραμμή 20: | Γραμμή 22: | ||
* [[επιχορηγώ]] |
* [[επιχορηγώ]] |
||
* [[χορήγημα]] |
* [[χορήγημα]] |
||
* [[χορηγητής]] |
|||
* [[χορηγήτρια]] |
|||
* [[χορήγηση]] |
* [[χορήγηση]] |
||
* [[χορηγία]] |
* [[χορηγία]] |
||
Γραμμή 25: | Γραμμή 29: | ||
* [[χορηγώ]] |
* [[χορηγώ]] |
||
{{βλ|και=1|χορός|άγω}} |
{{βλ|και=1|χορός|άγω}} |
||
{{))}} |
|||
{{clear}} |
{{clear}} |
||
===={{μεταφράσεις}}==== |
===={{μεταφράσεις}}==== |
Αναθεώρηση της 05:08, 24 Ιουλίου 2021
Νέα ελληνικά (el)
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο/η | χορηγός | οι | χορηγοί |
γενική | του/της | χορηγού | των | χορηγών |
αιτιατική | τον/τη | χορηγό | τους/τις | χορηγούς |
κλητική | χορηγέ | χορηγοί | ||
Κατηγορία όπως «γιατρός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
- χορηγός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική χορηγός < χορός + ἄγω
Ουσιαστικό
χορηγός αρσενικό ή θηλυκό
- (ιστορία, θέατρο), την αρχαία Αθήνα) ο ιδιώτης που αναλάμβανε τα έξοδα μιας παράστασης δράματος
- φυσικό ή νομικό πρόσωπο που προσφέρει χρήματα για κάποια συγκεκριμένη δραστηριότητα, με σκοπό την προβολή της επωνυμίας του
Συγγενικά
Μεταφράσεις
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Ουσιαστικό
χορηγός αρσενικό
- (θέατρο) εκείνος που πληρώνει ή διαθέτει τα μέσα για να καταρτιστεί ο χορός σε ένα δράμα ή σε μια γιορτή
- χορηγός αἱρεθείς, ἱμάτια χρυσᾶ παρασχὼν τῷ χορῷ, ῥάκος φορεῖ
- εκείνος που πληρώνει για κάλυψη διαφόρων αναγκών (αλλά όχι για τις τριηραρχίες)
- εἰσποιεῖ χορηγοὺς εἰς ἐκείνας τὰς λῃτουργίας
- χορηγός τῶν εὐτυχημάτων, χορηγός ὕδατος
- που συμβάλλει
- πᾶσα χορηγός τῆς νόσου (ό,τι επιδεινώνει την κατάσταση, ό,τι ενισχύει την ασθένεια)
- (μεταφορικά) για εκείνον που βρίσκεται πίσω από μια ενέργεια, εκείνον που κινεί τα νήματα και ίσως δωροδοκεί, αλλά μερικές φορές και με θετική έννοια
- χορηγόν ἔχοντες Φίλιππον, χορηγόν τὸν πατέρα ἔχειν, λήψεται χορηγόν τῇ ἑαυτοῦ βδελυρίᾳ, οἱονεὶ χορηγός καὶ μισθοδότης
- τῆς φύσεως αὐτῶν ὁ θεὸς χορηγός
- (ελληνιστική κοινή) ο πλανήτης που σύμφωνα με τους αστρολόγους "κυβερνά" ένα επάγγελμα
- (ελληνιστική κοινή) οι αρτηρίες που παρέχουν αίμα
Άλλες μορφές
Αναφορές
- ↑ Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- χορηγός - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- χορηγός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'γιατρός' (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά κοινού γένους (νέα ελληνικά)
- Λόγια διαχρονικά δάνεια από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Νέα ελληνικά
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (νέα ελληνικά)
- Ιστορία (νέα ελληνικά)
- Θέατρο (νέα ελληνικά)
- Λέξεις με επίθημα -ηγός (αρχαία ελληνικά)
- Αρχαία ελληνικά
- Ουσιαστικά (αρχαία ελληνικά)
- Αντίστροφο λεξικό (αρχαία ελληνικά)
- Θέατρο (αρχαία ελληνικά)
- Μεταφορικοί όροι (αρχαία ελληνικά)
- Ελληνιστική κοινή
- Αντίστροφο λεξικό (ελληνικά)