πτωματικός

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πτωματικός η πτωματική το πτωματικό
      γενική του πτωματικού της πτωματικής του πτωματικού
    αιτιατική τον πτωματικό την πτωματική το πτωματικό
     κλητική πτωματικέ πτωματική πτωματικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πτωματικοί οι πτωματικές τα πτωματικά
      γενική των πτωματικών των πτωματικών των πτωματικών
    αιτιατική τους πτωματικούς τις πτωματικές τα πτωματικά
     κλητική πτωματικοί πτωματικές πτωματικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωματικός < πτώμα + -ικός (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική cadavérique[1] [2])

Προφορά[επεξεργασία]

ΔΦΑ : /pto.ma.tiˈkos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πτω‐μα‐τι‐κός

Επίθετο[επεξεργασία]

πτωματικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με πτώμα, αναφέρεται σ’ αυτό ή προέρχεται απ’ αυτό

Αναφορές[επεξεργασία]

  1. πτωματικόςΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
  2. πτωματικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας

Μεταφράσεις[επεξεργασία]

Αρχαία ελληνικά (grc)[επεξεργασία]

γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
↓ πτώσεις       ενικός      
ονομαστική πτωματικός πτωματική τὸ πτωματικόν
      γενική τοῦ πτωματικοῦ τῆς πτωματικῆς τοῦ πτωματικοῦ
      δοτική τῷ πτωματικ τῇ πτωματικ τῷ πτωματικ
    αιτιατική τὸν πτωματικόν τὴν πτωματικήν τὸ πτωματικόν
     κλητική ! πτωματικέ πτωματική πτωματικόν
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ πτωματικοί αἱ πτωματικαί τὰ πτωματικᾰ́
      γενική τῶν πτωματικῶν τῶν πτωματικῶν τῶν πτωματικῶν
      δοτική τοῖς πτωματικοῖς ταῖς πτωματικαῖς τοῖς πτωματικοῖς
    αιτιατική τοὺς πτωματικούς τὰς πτωματικᾱ́ς τὰ πτωματικᾰ́
     κλητική ! πτωματικοί πτωματικαί πτωματικᾰ́
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πτωματικώ τὼ πτωματικᾱ́ τὼ πτωματικώ
      γεν-δοτ τοῖν πτωματικοῖν τοῖν πτωματικαῖν τοῖν πτωματικοῖν
2η&1η κλίση, Κατηγορία 'καλός' όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

πτωματικός < αρχαία ελληνική πτῶμα + -ικός < πίπτω

Επίθετο[επεξεργασία]

πτωματικός, -ή, -όν

Πηγές[επεξεργασία]