ἔχω
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αρχαία ελληνικά (grc)
[επεξεργασία]Αρχικοί χρόνοι |
Φωνή Eνεργητική |
Φωνή Μέση & Παθητική |
---|---|---|
Ενεστώτας | ἔχω | ἔχομαι |
Παρατατικός | εἶχον | εἰχόμην |
Μέλλοντας | ἕξω, σχήσω | ἕξομαι, σχήσομαι & σχεθήσομαι |
Αόριστος | ἔσχον | ἐσχόμην, ἠνεξάμην & ἐσχέθην |
Παρακείμενος | ἔσχηκα | ἔσχημαι |
Υπερσυντέλικος | ἐσχήκειν | ἐσχήμην |
Συντελ.Μέλλ. |
Ετυμολογία
[επεξεργασία]- ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (έχω, κατέχω). Στον μέλλοντα το -σ- του θέματος τρέπεται σε δασεία ενώ ο ενεστώτας παραμένει ψιλούμενος επειδή στο ενεστωτικό θέμα ακολουθεί το δασύ -χ-
Ρήμα
[επεξεργασία]ἔχω
- έχω, κρατώ, αποκτώ, κατέχω, διαθέτω
- ⮡ ἔχειν χρέα (το να έχεις χρέη)
- ⮡ εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα
- ⮡ οἵ τι ἔχοντες (αυτοί που "τα έχουν", οι έχοντες περιουσία) / ὁ ἔχων (ο πλούσιος)/ οἱ οὐκ ἔχοντες (οι φτωχοί)
- ⮡ περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά (είχαν τον ήλιο στα δεξιά)
- ⮡ ἡσυχίαν, πόνον, φροντίδα, ἕξειν
- ⮡ χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων
- ⮡ ὅς οἱ χρήματα πολλὰ εἰς ἐνιαυτὸν εἶχε βίῃ. (που είχε παρακρατήσει για ένα χρόνο πολλά χρήματα δια της βίας)
- ελέγχω
- ⮡ διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας (οι διαιτητές κρίνουν τη δίκη) / ἔχει τὸ δεξιόν (ελέγχει το δεξιό κέρας στη μάχη)
- κρατώ, πιάνω
- ⮡ χειρὸς ἔχων Μενέλαον (κρατώντας τον από το χέρι)
- ⮡ ἐπ᾽ ἀριστερὰ ἔχε (τι) (κράτα το με το αριστερό)
- αντιμετωπίζω, θεωρώ, διάκειμαι
- ⮡ εὖ ἔχω τινός (βλέπω θετικά κάτι)
- συγκρατώ, περιέχω
- ⮡ σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσι
- (ως αμετάβατο και ως απρόσωπο) είμαι, παραμένω, ούτως εχόντων (εννοείται των πραγμάτων)
- ⮡ ἕξω δ᾽ ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος (θα μείνω ακίνητος σαν αμετακίνητος βράχος)
- ⮡ εὖ ἔχει / καλῶς ἔχει / κακῶς ἔχει / οὕτως ἔχει ("έχει καλώς"/ κακώς και "έτσι έχουν τα πραγματα")
- ⮡ σχήσειν καλῶς (θα πάνε καλά τα πράγματα, θα υπάρξει καλή έκβαση)
- ⮡ ἔχε δή (συγκρατήσου, κρατήσου)
- (στη μέση φωνή ἔχομαι)
- (+ γενική πτώση) ακολουθώ, πλησιάζω
- (για χώρες, για λαούς) συνορεύω, προσεγγίζω
- (δείτε επίσης τα σύνθετά του) η σημασία διαφοροποιείται ανάλογα με την πρόθεση και τη σύνταξη
Εκφράσεις
[επεξεργασία]- ἔχ' ἡρέμα! (ησύχασε τώρα)
- εὖ ἔχω τροφίμων (έχω πολλά τρόφιμα)
- ὡς ποδός εἶχον (όσο πιο γρήγορα μπορούσα)
- λόγος ἔχειν... (ακούγεται ότι...)
- φλυαρών ἔχων (συνεχώς φλυαρώ)
- σχέσθε! (σταματήστε!)-προστακτική αορίστου του ἔχομαι
- οὐκ ἔχω ἑωυτόν (δεν είμαι ο εαυτός μου, αλλά για ασθενή, δεν έχω την κανονική υγεία μου)
- αἰτίαν ἔχω (κατηγορούμαι) μομφὴν ἔχω (κατηγορώ)
- ἔχε φρεσί (έχε κατά νου) δεῦρο νοῦν ἔχε (πρόσεξε αυτό, εδώ το μυαλό σου)
- ἐν γαστρὶ ἔχω (είμαι έγκυος)
- φλαύρως ἔχω
Συγγενικά
[επεξεργασία]- (Χρειάζεται επεξεργασία)
με ἐχ-, ἐξ- |
με σχ- |
επίσης |
Σύνθετα
[επεξεργασία]
σύνθετα του ρήματος |
επίσης, ενδεικτικά |
Κλίση
[επεξεργασία] ἔχω - ενεργητικοί τύποι
|
- Μεσοπαθητικοί τύποι → λείπει η κλίση
Πηγές
[επεξεργασία]- ἔχω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἔχω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.