ἔχω

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: έχω
Αρχικοί
χρόνοι
Φωνή
Eνεργητική
Φωνή
Μέση & Παθητική
Ενεστώτας  ἔχω   ἔχομαι 
Παρατατικός  εἶχον   εἰχόμην 
Μέλλοντας  ἕξω, σχήσω   ἕξομαι, σχήσομαι & σχεθήσομαι 
Αόριστος  ἔσχον   ἐσχόμην, ἠνεξάμην & ἐσχέθην 
Παρακείμενος  ἔσχηκα   ἔσχημαι 
Υπερσυντέλικος  ἐσχήκειν   ἐσχήμην 
Συντελ.Μέλλ.

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ἔχω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *seǵʰ- (έχω, κατέχω). Στον μέλλοντα το -σ- του θέματος τρέπεται σε δασεία ενώ ο ενεστώτας παραμένει ψιλούμενος επειδή στο ενεστωτικό θέμα ακολουθεί το δασύ -χ-

ἔχω

  1. έχω, κρατώ, αποκτώ, κατέχω, διαθέτω
    ⮡  ἔχειν χρέα (το να έχεις χρέη)
    ⮡  εἶχε Ἀττικὰς δραχμὰς δέκα
    ⮡  οἵ τι ἔχοντες (αυτοί που "τα έχουν", οι έχοντες περιουσία) / ἔχων (ο πλούσιος)/ οἱ οὐκ ἔχοντες (οι φτωχοί)
    ⮡  περιπλώοντες τὴν Λιβύην τὸν ἥλιον ἔσχον ἐς τὰ δεξιά (είχαν τον ήλιο στα δεξιά)
    ⮡  ἡσυχίαν, πόνον, φροντίδα, ἕξειν
    ⮡  χοῖρος ἔχων τὸ ὕψος δύο καὶ ἡμίσους πήχεων
    ⮡  ὅς οἱ χρήματα πολλὰ εἰς ἐνιαυτὸν εἶχε βίῃ. (που είχε παρακρατήσει για ένα χρόνο πολλά χρήματα δια της βίας)
  2. ελέγχω
    ⮡  διαιτητῶν ἐχόντων τὰς δίκας (οι διαιτητές κρίνουν τη δίκη) / ἔχει τὸ δεξιόν (ελέγχει το δεξιό κέρας στη μάχη)
  3. κρατώ, πιάνω
    ⮡  χειρὸς ἔχων Μενέλαον (κρατώντας τον από το χέρι)
    ⮡  ἐπ᾽ ἀριστερὰ ἔχε (τι) (κράτα το με το αριστερό)
  4. αντιμετωπίζω, θεωρώ, διάκειμαι
    ⮡  εὖ ἔχω τινός (βλέπω θετικά κάτι)
  5. συγκρατώ, περιέχω
    ⮡  σάρκας τε καὶ ὀστέα ἶνες ἔχουσι
  6. (ως αμετάβατο και ως απρόσωπο) είμαι, παραμένω, ούτως εχόντων (εννοείται των πραγμάτων)
    ⮡  ἕξω δ᾽ ὡς ὅτε τις στερεὴ λίθος (θα μείνω ακίνητος σαν αμετακίνητος βράχος)
    ⮡  εὖ ἔχει / καλῶς ἔχει / κακῶς ἔχει / οὕτως ἔχει ("έχει καλώς"/ κακώς και "έτσι έχουν τα πραγματα")
    ⮡  σχήσειν καλῶς (θα πάνε καλά τα πράγματα, θα υπάρξει καλή έκβαση)
    ⮡  ἔχε δή (συγκρατήσου, κρατήσου)
  7. (στη μέση φωνή ἔχομαι)
    1. (+ γενική πτώση) ακολουθώ, πλησιάζω
    2. (για χώρες, για λαούς) συνορεύω, προσεγγίζω
  8. (δείτε επίσης τα σύνθετά του) η σημασία διαφοροποιείται ανάλογα με την πρόθεση και τη σύνταξη

Εκφράσεις

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

με ἐχ-, ἐξ-

με σχ-

μεταπτωτική βαθμίδα οχ-

επίσης

Σύνθετα

[επεξεργασία]

σύνθετα του ρήματος

επίσης, ενδεικτικά