τομή: Διαφορά μεταξύ των αναθεωρήσεων

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Περιεχόμενο που διαγράφηκε Περιεχόμενο που προστέθηκε
Σύμβολο + Αντώνυμο
Γραμμή 10: Γραμμή 10:
# {{μαθ}} το σύνολο των [[στοιχείο|στοιχείων]] που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν [[κοινός|κοινά]] μεταξύ τους
# {{μαθ}} το σύνολο των [[στοιχείο|στοιχείων]] που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν [[κοινός|κοινά]] μεταξύ τους
#:''η '''τομή''' των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }''
#:''η '''τομή''' των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }''
#: Σύμβολο: '''{{resize|[[⋂]]|130}}'''
#: Αντώνυμο: [[ένωση]]
#{{μαθ}} το σύνολο [[κοινός|κοινών]] [[σημείο|σημείων]] δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
#{{μαθ}} το σύνολο [[κοινός|κοινών]] [[σημείο|σημείων]] δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
#: ''η '''τομή''' δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία''
#: ''η '''τομή''' δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία''

Αναθεώρηση της 20:45, 9 Φεβρουαρίου 2020

Νέα ελληνικά (el)

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τομή οι τομές
      γενική της τομής των τομών
    αιτιατική την τομή τις τομές
     κλητική τομή τομές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τομή < αρχαία ελληνική τομή < τέμνω < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *tem- (τέμνω, κόβω)

Ουσιαστικό

τομή θηλυκό

  1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του τέμνω
  2. (μεταφορικά) εκτεταμένη ανανέωση σε κάποιον τομέα
  3. Πρότυπο:μαθ το σύνολο των στοιχείων που δύο ή περισσότερα σύνολα έχουν κοινά μεταξύ τους
    η τομή των συνόλων { 1, 2, 3, 4 }, { 2, 3 } και { 2, 4 } είναι { 2 }
    Σύμβολο:
    Αντώνυμο: ένωση
  4. Πρότυπο:μαθ το σύνολο κοινών σημείων δύο ή περισσότερων γεωμετρικών αντικειμένων
    η τομή δύο μη παραλλήλων επιπέδων σε τρισδιάστατο ευκλείδειο χώρο είναι μια ευθεία
  5. (λογοτεχνικό) η σύντομη παύση σε κάποιο σημείο κατά την απαγγελία ενός στίχου

Συγγενικά

Πολυλεκτικοί όροι

Μεταφράσεις